Πλεονάσματα ή ανάπτυξη;

Γράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας

Καθηγητής στην έδρα «Jean Monnet» στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

ΑΠΟ ΤΟ 2016 μέχρι σήμερα συμβαίνει το εξής παράδοξο: Από τη μια βλέπουμε συνεχείς υπερβάσεις των πραγματοποιηθέντων πρωτογενών πλεονασμάτων έναντι των συμφωνηθέντων στόχων με την τρόικα και από την άλλη παρατηρούμε συνεχείς αποκλίσεις προς τα κάτω των πραγματοποιηθέντων ρυθμών ανάπτυξης έναντι των στόχων της κυβέρνησης. Έτσι, κατά τα προηγούμενα 2 χρόνια (2016 – 2017), ενώ ο στόχος ήταν να διαμορφώσουμε ένα σωρευτικό πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 4 δισ. ευρώ, διαμορφώσαμε ένα πλεόνασμα-μαμούθ της τάξης των 13,6 δισ. ευρώ. Παρατηρήθηκε δηλαδή απόκλιση γύρω στα 9,6 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο, βέβαια, πλεόνασμα διαμορφώθηκε το 2017 (4% του ΑΕΠ). Την ίδια ώρα, ο ρυθμός ανάπτυξης του 2017 διαμορφώθηκε στο 1,4% αντί του προβλεπόμενου 2,7%. Παρόμοια, για το 2018, ο αρχικός στόχος της ανάπτυξης 2,5% αναθεωρείται συνεχώς προς τα κάτω.

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ είναι εύλογο: Τα πρωτογενή πλεονάσματα βλάπτουν την πραγματική οικονομία; Για να το απαντήσω, θα δανειστώ όρους από την Ιατρική: τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι σαν τη χοληστερίνη: σε μικρές ποσότητες είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του οργανισμού. Σε μεγάλες ποσότητες, όμως, ασκεί παρενέργειες και αυξάνει τον κίνδυνο π.χ. του εγκεφαλικού. Παρόμοια, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι απαραίτητα προκειμένου να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για τη μείωση του χρέους. Επίσης, αντανακλούν μια νοικοκυρεμένη και συνετή δημόσια οικονομία όπου οι διαχειριστές της, δηλαδή οι πολιτικοί, δεν πραγματοποιούν σπατάλες. Τα σημερινά τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα, όμως, φαίνεται να προκαλούν ζημιά στην πραγματική οικονομία. Το κράτος απομυζά όλη τη ρευστότητα. Μέσω φόρων και ασφαλιστικών κρατήσεων απορροφά τους αναγκαίους ιδιωτικούς πόρους, εμποδίζοντας τις επενδύσεις και την κατανάλωση και αποθαρρύνοντας τους νέους να μείνουν και να δουλέψουν, εάν βρουν δουλειά, στη χώρα τους. Για να σχηματιστούν τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα, η κυβέρνηση περικόπτει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, μειώνει τις επιχορηγήσεις νοσοκομείων, αναβάλλει την πληρωμή συντάξεων και καθυστερεί την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η ελληνική οικονομία εγκλωβίζεται σε ένα φαύλο κύκλο λιτότητας με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 1%-1,5%, όταν όλη η υπόλοιπη Ευρώπη αναπτύσσεται με ρυθμούς που ξεπερνούν το 2%.

Η ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ της λιτότητας που επιβάλλεται μέσω των τεράστιων πρωτογενών πλεονασμάτων έχει αμφισβητηθεί έντονα στον ακαδημαϊκό κόσμο. Πρόσφατες εμπειρικές έρευνες έχουν δείξει ότι αυτή επηρεάζεται από δύο παράγοντες: από τον βαθμό ανοίγματος της οικονομίας και από το επίπεδο θεσμών της χώρας. Οι ανοικτές οικονομίες, δηλαδή οικονομίες που έχουν έντονη εξωστρέφεια, είναι δυνατό να ωφεληθούν από τα προγράμματα λιτότητας ακριβώς γιατί μπορούν να εκμεταλλευτούν αποτελεσματικά τα οφέλη της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της μείωσης των μισθών. Καθώς μειώνονται οι μισθοί, οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να εξάγουν περισσότερο, διότι γίνονται περισσότερο ανταγωνιστικές. Η αύξηση των εξαγωγών με τη σειρά της οδηγεί σε ανάπτυξη. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της Πορτογαλίας, όχι όμως στην περίπτωση της Ελλάδας. Τέλος, έχει αποδειχθεί ότι χώρες με ισχυρούς θεσμούς (π.χ. η Κύπρος) μπορεί να είναι πιο επιτυχημένες στην απορρόφηση των κραδασμών της κρίσης και στην αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων λιτότητας. Η σημερινή κατάσταση στην κοινωνία και την οικονομία θα ήταν ευνοϊκότερη εάν η πολιτεία είχε αναπτύξει ισχυρούς θεσμούς (π.χ. ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, χωροταξικό σχέδιο, δημοσιονομική διαφάνεια, σταθερό φορολογικό σύστημα) ήδη πριν από την κρίση. Δηλαδή, τα προγράμματα λιτότητας που μπορεί να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, μπορεί να αποτύχουν σε άλλες που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σε χώρες με αδύναμη οικονομική βάση, με ελλιπείς θεσμικές δυνατότητες και πολιτική αναποτελεσματικότητα, η λιτότητα οδηγεί σε χειρότερα οικονομικά αποτελέσματα και δεν προσφέρει οφέλη όσον αφορά την αύξηση του ΑΕΠ. Η Ελλάδα είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις. Οι εγχώριοι θεσμοί της είναι διαχρονικά αδύναμοι ή δυσλειτουργικοί και η εξαγωγική της βάση μικρή. Επομένως, έχει βρεθεί η χώρα μας σε μια «παγίδα λιτότητας», όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το ΑΕΠ, αυξάνουν το χρέος και φτωχοποιούν τον πληθυσμό.

Πηγή: Real.gr

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ