Επικουρικές συντάξεις: Πώς υπολογίζονται και σε ποιες επιβάλλεται μείωση – Γράφει ο Δημήτρης Μπούρλος

Με τις ρυθμίσεις του νόμου Κατρούγκαλου θεσπίστηκε νέος τρόπος υπολογισμού, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής σύνταξης.

Γράφει ο δικηγόρος, Δημήτρης Μπούρλος

Για τις κύριες συντάξεις ο νέος τρόπος αφορούσε αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονταν μετά τις 13-5-2016, ενώ για τις επικουρικές, ο νέος τρόπος υπολογισμού αφορούσε σε αιτήσεις που υποβλήθηκαν μετά την 1-1-2015. Για τις κύριες συντάξεις προβλέφθηκε μείωση έως 30% της εθνικής μόνο και όχι της ανταποδοτικής σύνταξης, σε περίπτωση απονομής μειωμένης σύνταξης, δηλαδή σε ηλικιακό όριο χαμηλότερο της πλήρους.

Για τις επικουρικές συντάξεις ορίσθηκε ότι το ύψος της καθορίζεται από το άθροισμα δύο τμημάτων. Το τμήμα σύνταξης, που αφορά σε χρόνο ασφάλισης μέχρι 31-12-2014 που υπολογίζεται με βάση συντελεστή αναπλήρωσης που για κάθε έτος ασφάλισης αντιστοιχεί σε ποσοστό 0,45 επί των συνταξίμων αποδοχών και το τμήμα σύνταξης από 1-1-2015 και εφεξής, που υπολογίζεται με βάση μαθηματικό τύπο, στον οποίο λαμβάνεται υπόψη (με έμμεσο τρόπο) η ηλικία συνταξιοδότησης. Από καμία διάταξη δεν προβλέφθηκε μείωση του ποσού της επικουρικής σύνταξης όταν απονέμεται μειωμένη σύνταξη γήρατος, δηλαδή σύνταξη σε ηλικιακό όριο χαμηλότερο της πλήρους ή σύνταξη αναπηρίας με ποσοστό χαμηλότερο του 80%.

Παρ΄ όλα ταύτα κατά την απονομή των μειωμένων επικουρικών ή επικουρικών αναπηρίας, με ποσοστό μικρότερο του 80% επιβάλλεται μείωση, που στην πρώτη περίπτωση φθάνει έως το 30%, ενώ στην δεύτερη έως το 50%. Κατά την άποψή μου, η επιβαλλόμενη μείωση που είναι συμβατή με την κοινωνικοασφαλιστική μας ιστορία αλλά και τη θεωρητική προσέγγιση του περιορισμού της απονεμόμενης παροχής, όταν αυτή λαμβάνει χώρα σε ηλικιακό όριο χαμηλότερο της πλήρους ή με ποσοστό αναπηρίας χαμηλότερο αυτού της βαριάς αναπηρίας, ενώ στην κύρια σύνταξη ευρίσκει έρεισμα στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο, στην επικουρική σύνταξη πραγματοποιείται προεχόντως λόγω μιας κοινωνικοασφαλιστικής πρακτικής του παρελθόντος, η οποία βεβαίως είχε νομοθετημένη βάση και όχι επειδή υπάρχει ρητή διάταξη νόμου.

Διαβάστε περισσότερα στο enikonomia.gr

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ