Η ενεργειακή ακρίβεια δεν αντιμετωπίζεται μόνο με επιδοτήσεις

Ιωάννης Χατζηθεοδοσίου
Πρόεδρος Ε.Ε.Α και Επίτιμος Διδάκτωρ ΠΑ.ΠΕΙ.

Λίγο πριν το τέλος του καλοκαιριού, τα μηνύματα για το φθινόπωρο και το χειμώνα μπροστά μας, είναι κάθε άλλο παρά αισιόδοξα. Οι ανησυχίες για παρατεταμένη διακοπή στην τροφοδοσία του φυσικού αερίου, μετά και την ανακοίνωση της Gazprom για τριήμερο κλείσιμο του Nord Stream στο τέλος Αυγούστου, προκαλούν νέα άνοδο των τιμών της ενέργειας.

Η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος στην Ελλάδα εκτοξεύθηκε πάνω από τα 600 ευρώ/μεγαβατώρα, καθιστώντας μάλιστα την ελληνική αγορά μια από τις ακριβότερες της Ευρώπης. Τα ονομαστικά τιμολόγια ρεύματος, που ανακοίνωσαν οι πάροχοι για το Σεπτέμβριο, κινούνται σε επίπεδα ρεκόρ με τις αυξήσεις, σε σχέση με τον Αύγουστο, να ξεπερνούν σε ορισμένες περιπτώσεις το 60%. Παράλληλα, συνεχίζεται το ράλι των τιμών στα καύσιμα και στα αγαθά πρώτης ανάγκης, ενώ από το Σεπτέμβριο αναμένονται νέες ανατιμήσεις.

Απέναντι σε αυτό το νέο κύμα ενεργειακής ακρίβειας, η κυβέρνηση επιμένει στις επιδοματικές παρεμβάσεις, ως αποκλειστικό μέσο ανακούφισης των καταναλωτών. Κάθε μέτρο που μειώνει την επιβάρυνση για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις είναι, βεβαίως, ευπρόσδεκτο. Ωστόσο, γίνεται όλο και πιο φανερό, ότι το σύστημα των συνεχών επιδοτήσεων δεν είναι πλέον ούτε επαρκές, ούτε βιώσιμο, καθώς οι υποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε έχουν πλέον ανατραπεί από την ανεξέλεγκτη πορεία των τιμών. Ήδη το γεγονός ότι μειώνεται το Σεπτέμβριο το ποσοστό κάλυψης των βιομηχανιών στο 50% από 67% τον Αύγουστο, σημαίνει ότι θα υπάρξει μετακύλιση του επιπλέον κόστους στις τελικές τιμές. Κι αν μόνο για το Σεπτέμβριο χρειάζονται 2 δισ. ευρώ για επιδοτήσεις, πώς θα μπορέσει η κυβέρνηση να καλύψει τις ανάγκες στη διάρκεια του χειμώνα, όταν η κατανάλωση θα είναι αυξημένη;

Είναι, επομένως, ανάγκη τώρα να ληφθούν μέτρα, τα οποία θα αντιμετωπίσουν τη ρίζα του προβλήματος της ενεργειακής ακρίβειας. Η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, η θέσπιση πλαφόν στη λιανική τιμή της ενέργειας, καθώς και οι μειώσεις ΦΠΑ σε βασικά είδη, είναι παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται στη σχετική «εργαλειοθήκη» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και μπορούν να εφαρμοστούν με άμεσο αντίκρισμα για τους καταναλωτές.

Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται ήδη πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η κυβέρνηση της Γερμανίας μείωσε τους φόρους στα καύσιμα για τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, ενώ πριν από λίγες μέρες ανακοίνωσε ότι θα μειώσει το συντελεστή ΦΠΑ στο φυσικό αέριο, από 19% σε 7% ως το Μάρτιο του 2024, εξαντλώντας τα περιθώρια που επιτρέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία. Πολιτικές μείωσης φόρων και τελών – σε συνδυασμό με μέτρα ενίσχυσης ευάλωτων πολιτών – έχουν εφαρμόσει, επίσης, χώρες όπως το Βέλγιο, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Ιρλανδία, η Τσεχία, η Ισπανία κ.ά.

Το ίδιο πρέπει άμεσα να πράξει και η Ελλάδα. Με την Ευρωπαϊκή Ένωση να παραμένει άβουλη και αδύναμη να λάβει συντονισμένες αποφάσεις, ο χειμώνας προμηνύεται δύσκολος. Η άσκηση γενναίων εθνικών πολιτικών, με αξιοποίηση ενός ολοκληρωμένου «οπλοστασίου» παρεμβάσεων, είναι μονόδρομος επιβίωσης για την οικονομία και την κοινωνία.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ