Αφ’ υψηλού, οι ψιλοί…

Συνήθως ο κ. Λιάκος δεν απαντά σε όσους αμφισβητούν τις θέσεις του για την α-συνέχεια του ελληνικού έθνους. Θα μπορούσαμε να πούμε και του «ελληνισμού», αποσυνδέοντας την οντότητα από τον ορισμό της μέσα στο χρόνο, αλλά ο κ. Λιάκος και οι συν αυτώ αποφεύγουν αυτή την ορολογία. Με την «ασυνέχεια του ελληνισμού» θα εκτίθεντο περισσότερο απ΄όσον με τα περί ασυνέχειας του «ελληνικού έθνους» (διότι η σύγχυση αλλά και η σπέκουλα με την έννοια του έθνους είναι ευρέως διαδεδομένες στην κοινωνία, ή μάλλον στις κοινωνίες, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης). Οπως και να ’χει, ο κ. Λιάκος δεν απαντά,δεν ανοίγει διάλογο με «νοικοκυρές», «εργάτες», «ψυχάκηδες» και γενικώς λαϊκιστικές λαϊκάντζες. Αντ’ αυτού όμως «απαντούν» τα τσιράκια του (και χρησιμοποιώ τη λέξη ενσυνειδήτως, διότι στις εν λόγω απαντήσεις δεν περιέχονται επιχειρήματα, επιστημονικά ή πολιτικά, αλλά ρετσινιές, συκοφαντίες και κλισέ που αυτή η «σχολή» έχει καθιερώσει. Μάλιστα είναι και μεθοδολογικώς και επιστημονικώς αξιοθαύμαστο να επικαλείται κανείς ως επιχειρήματα τα δικά του στερεότυπα. Αξιώματα άνευ αποδείξεων, αλλά «καθιερωμένα» διά της επαναλήψεως.Δεν θα πω το όνομα του ανθρώπου για να μην πέσουν να τον φάνε τα προαναφερθέντα τσιράκια (αν και είμαι βέβαιος ότι τον έχουν ήδη φακελώσει), πλην όμως διακεκριμένος πολίτης και επιστήμων έγραφε προ ημερών στην «Εφημερίδα των Συντακτών»:«Οταν μάλιστα, στο ίδιο χρονικό διάστημα, σήμερα, στις μέρες μας, που η χώρα βρίσκεται σε άθλια κατάσταση πολεμικής υποδούλωσης, όχι ασφαλώς δίχως και τις τεράστιες δικές της ευθύνες, εμείς οι ίδιοι διαλαλούμε στα “θέατρα και αμφιθέατρα του κόσμου” την αιμοδιψή και βάρβαρη ιστορική παρουσία του ιμπεριαλιστή Αλεξάνδρου, την ιστορική εθνική μας ασυνέχεια, την πλήρη ασυνέχεια της ελληνικής γλώσσας, την πλήρη απαξία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αλλά και του βυζαντινού, τη φασίζουσα και μισογύνικη αρχαιοελληνική κοινωνικοπολιτική ζωή, όταν αφήνουμε μια Ακρόπολη να υποβαθμίζεται ακόμη και κάτω από ένα Κολοσσαίο, τότε προ πολλού κάτι δεν πάει καλά στη χώρα αυτή και μακάρι η πλήρης αυτή σύγχυση να ήταν το μόνο σημάδι της παντελούς παρακμής στην οποία βρισκόμαστε».Επειδή λοιπόν η σοβαροφανής (και καλά προστατευόμενη) αμορφωσιά κοντεύει να μας αφανίσει, επαναλαμβάνω ταπεινά-ταπεινά ορισμένα ερωτήματα και προσδοκώ από σας να σκεφθείτε τις απαντήσεις, διότι απ’ τα προαναφερθέντα τσιράκια δεν περιμένω παρά ύβρεις, διότι απλούστατα σε ερωτήματα όπως αυτά που θα παραθέσω (τα ελάχιστα) ουδέποτε έχουν απαντήσει.1. Ποια ώρα, ποια μέρα, ποια εβδομάδα, ποιον μήνα, ποιο έτος, ποια δεκαετία και ποιον αιώνα έπαψε να γράφεται και να ομιλείται η ελληνική, λόγια ή δημοτική; (Το ερώτημα διατυπώθηκε εν πρώτοις το 1993 -εργαζόμουν «Νέα» τότε, όταν ο «εκσυγχρονισμός» είχε «φουντώσει» τα περί ασυνέχειας της ελληνικής γλώσσας- κι έκτοτε μένει αναπάντητο…)2. Γιατί στη Δύση, ήδη από την ύστερη Αρχαιότητα (7ος μ.Χ. αιώνας) και πάντως μετά τη χειραφέτηση της (Καισαροπαπικής) Ρώμης από τη Νέα Ρώμη, οι Δυτικοί προσαγόρευαν (και προσδιόριζαν ως) Ελληνες τους κατοίκους του Βυζαντίου, όπως πολύ αργότερα ονομάσθηκε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία; «Μιαρούς Ελληνες», «σχισματικούς Ελληνες», αλλά Ελληνες.3. Οταν σήμερα λέμε πολυ-εθνική τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (το βασίλειο των Ρωμαίων), δεν αναγνωρίζουμε έτσι, ότι αποτελείτο από πολλά έθνη; Τα έθνη αυτά δεν είχαν υπόσταση; Ή είχαν όλα πλην των Ελλήνων; Οταν ο Βυζαντινός μιλούσε για έναν Αρμένιο, έναν Σκύθη ή έναν Ρως (για έθνη δηλαδή εντός κι εκτός αυτοκρατορίας), δεν αναφερόταν σε έθνη; Βεβαίως ο δυσώνυμος όρος «Ελληνας» ήταν ως τον 10ον-11ον αιώνα ορολογία της Εκκλησίας (διαδεδομένη στην κοινωνία) για να προσδιορίζει τους «εθνικούς» απέναντι στους Χριστιανούς. Μας μπερδεύει λοιπόν τόσον η εκκλησιαστική ορολογία, που δεν μπορούμε να την ξεχωρίσουμε από την κρατική, όπως όταν ομιλεί, λόγου χάριν, για το «θέμα Ελλάδος»; τους «Ελλαδικούς» ή τους «Ελληνες»;(Σημείωση: είναι γνωστό ότι οι Βυζαντινοί, λόγω αρχαιοπληξίας, προσδιορίζουν -ονοματολογικώς- έθνη, λαούς και τόπους με τρόπο που θα μας προκαλούσαν σήμερα σύγχυση, αν οι βυζαντινολόγοι δεν είχαν αποκαθάρει το πράγμα εδώ και δεκαετίες.) Συνεπώς, όταν ο Βυζαντινός λέει Ρως εννοεί άλλο, ξένο έθνος, όταν λέει Βάραγγος εννοεί τον Ρώσο (ή τον Αγγλο ή τον Νορμανδό) πολεμιστή που βρίσκεται στην υπηρεσία του κράτους του κι όταν λέει Βούλγαρος εννοεί σε πρώτη φάση ένα εχθρικό έθνος και στη συνέχεια ένα σύνολο υπηκόων που επαναστάτησαν (και για αυτό τους φέρεται το κράτος αναλόγως). Σε όλα αυτά (και χίλια άλλα) δεν υπάρχουν πολιτικοί, εθνικοί προσδιορισμοί, παρά μόνον φυλετικοί και καταγωγικοί;4. Μετά τον κλονισμό του ρωμαϊκού αυτονόητου ως αποτύπωσης της θεϊκής τάξης των πραγμάτων, γιατί ο Πλήθων διεκήρυσσε ότι «Ελληνες είμαστε καθώς η πατρική μας γλώσσα βεβαιώνει»;5. Οταν ο Χρυσολωράς μετέφερε 1.000 τίτλους αρχαίων και βυζαντινών έργων στη Βενετία και δημιουργούσε εκεί τη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη (στις απαρχές της Αναγέννησης), δεν ήταν «ο Ελληνας δάσκαλος»; Λίγους αιώνες νωρίτερα, όταν ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης σχολίαζε τον Ομηρο, ή ακόμα νωρίτερα, όταν ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος δίδασκαν τον θείο λόγο «στα έθνη, στη γλώσσα τους», τα έθνη αυτά υπήρχαν, αλλά όχι οι «Ελλήνες δάσκαλοι»;6. Γιατί τον Μάξιμο τον Γραικό δεν τον έλεγαν Μάξιμο τον Σουαχίλι7. Οταν λέμε πολυεθνική την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εννοούμε ότι οι Οθωμανοί αντιλαμβάνονταν τους υπηκόους τους ως πιστούς και απίστους, ή ότι μέσα στο μιλιέτ των απίστων υπήρχαν Σέρβοι, Γραικοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Καππαδόκες, Αρμένιοι – όλοι αυτοί ήταν για τους Οθωμανούς φυλές; Χωρίς πολιτικούς, διοικητικούς και πολιτισμικούς όρους; (Για να μην πω πάλι προσδιορισμούς.) Ή μήπως ανάμεσα στο «έθνος των πιστών», κατά τη μουσουλμανική αντίληψη, ωσμώθηκαν ποτέ Τούρκοι, Αραβες, Πέρσες κι άλλοι; Εχασαν λόγω θρησκεύματος την εθνική τους αυτογνωσία;Ο κατάλογος των ερωτήσεων θα μπορούσε να ’ναι μακρύς. Γιατί ο Ερωτόκριτος «θυμάται» την αρχαία Ελλάδα; Γιατί οι Ελληνες (πολύ πριν τον Διαφωτισμό) κατέφευγαν στα γράμματα; μόνον για να μάθουν το Ψαλτήρι; και τότε γιατί ίδρυαν παρθεναγωγεία, φέρ’ ειπείν, οι Καππαδόκες, μέσα στη μαύρη σκλαβιά (17ος αιώνας); Γιατί οι νεομάρτυρες; γιατί οι κλέφτες (επίγονοι των «στρατιωτών»); Γιατί οι δεκάδες εξεγέρσεις των Ελλήνων καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοενετοκρατίας; Πρέπεινα ’ναι κανείς άμουσος του πολιτισμού ενός ολόκληρου λαού για να μην παίρνει χαμπάρι απ’ τη βυζαντινή μουσική, τα δημοτικά τραγούδια, απ’ τον Ελ Γκρέκο (ή μήπως τον έλεγαν Ελ Χαμουραμπί;), απ’ τους λαϊκούς ζωγράφους κι όλες τις λαϊκές τέχνες, απ’ τα παραμύθια της γιαγιάς, τους θρύλους, ακόμα και τα ονόματα των ανθρώπων. Επειδή δηλαδή δεν ήξερε στα μαύρα χρόνια ένας ραγιάς για τον Περικλή, σήμαινε ότι δεν ήταν ένας Ρωμιός που ήξερε για την αλλοτινή του θέση; Δεν ήταν ένας Γραικός που ποθούσε να ανασαίνει ελεύθερα χωρίς να του παίρνουν το κεφάλι όποτε γούσταραν οι κατακτητές; Tι ήταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός; δεν ήταν Ελληνας; Ο Δαντών τού έμαθε τι ήταν; Ο Ερασμος έμαθε ελληνικά στο παλουκωμένο κεφάλι του Σκυλοσόφου, καταμεσής στα Γιάννενα; Τέτοιαπροσέγγιση, όπως αυτή του κ. Λιάκου και των συν αυτώ, αποτελεί Υβριν προς τον Διαφωτισμό. Δεν πρόκειται όμως για την αλαζονική αυτάρκεια ανθρώπων που αγνοούν χίλια χρόνια ιστορίας, πρόκειται για την παγκοσμιοποίηση – για τα κελεύσματα (διάβαζε διαταγές) του «εκσυγχρονισμού», όπως, κατά έναν ακόμα ευφημισμό, ονομάζεται η παλινδρόμηση των κοινωνιών σε φεουδαρχικές (ή και τιμοκρατικές) δομές.Ολη αυτή η ορολογία της (μετα)νεωτερικότητας, του μεταεθνικού κράτους, της πολυπολιτισμικότητας, εφόσον δεν σχετίζεται με σοσιαλιστικά κράτη και σοσιαλιστικές κοινωνίες, αποτελεί σφυρί στα χέρια της καπιταλιστικής αποθηρίωσης. Σφυρί για την πολιτισμική καθήλωση των λαών, την πολιτική εξουδετέρωση των φιλολαϊκών (λαϊκιστικών βεβαίως-βεβαίως) δυνάμεων και τον αφοπλισμό των προσώπων από την αξιοπρέπεια και τις προσδοκίες τους.Κάτσε καλά, ο μισθός των 450 ευρώ μπορεί να γίνει 300! Σάπισε στο ξύλο τον καστανά, για να προλάβεις οχλοκρατικές εκδηλώσεις (και μόνον για τη λέξη «οχλοκρατικές» θα ’πρεπε να είχε ξηλωθεί η ηγεσία της Αστυνομίας και ο Υπουργός που δεν αντέδρασε πολιτικώς στον ακραίο φασισμό που υποκρύπτει αυτή η διατύπωση). Ομωςοι διατυπώσεις δεν φανερώνουν πια, αλλά υποκρύπτουν. Επί παραδείγματι: «Οι Γάλλοι σοσιαλιστές έσωσαν την τιμή της Γαλλίας» – τώρα που η Λεπέν (προσωρινώς) υποχώρησε. Αλήθεια, πώς; εφαρμόζοντας μια ακροδεξιά οικονομική πολιτική; Βομβαρδίζοντας τη Συρία; Απολύοντας εργαζόμενους για να προσλαμβάνονται άλλοι φθηνότεροι; πώς; με το Παρίσι (κι όχι μόνον) να ζει ως κατεχόμενη πόλη για τον φόβο των αντιποίνων εναντίον όσων ήρξαντο χειρών αδίκων; Πώς, διάολε, έσωσαν την τιμή της Γαλλίας οι σοσιαλιστές; ωθώντας τη χώρα πίσω στο καθεστώς πριν από το ωράριο, πριν από τη σύνταξη, πριν από την εργασιακή αξιοπρέπεια;Η Αριστερά που έπαψε να ’ναι Αριστερά έφερε τη Λεπέν ante portas. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα και η Δεξιά έχουν κατατμήσει τη Γαλλία σε πλούσιες και φτωχές περιοχές (στις οποίες πλέον η Ακροδεξιά θερίζει το ίδιο). Το Σοσιαλιστικό Κόμμα (με θλιβερό παρακολούθημα το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) μαζί με τη Δεξιά βάθυναν το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Μόλις πριν έναν χρόνοη «Ουμανιτέ» με κύριο άρθρο της παραδεχόταν ότι η Αριστερά «χάρισε το έθνος στην Ακρα Δεξιά», ότι η Μασσαλιώτιδα υπήρξε επαναστατική, ότι το έθνος και ο πολιτισμός του έθνους είναι υπόθεση της εργατικής τάξης και του λαού. Οτι ο διεθνισμός δεν είναι εθνομηδενισμός. Πολύ αργά, σύντροφοι! Η Λεπέν είναι ante portas και η επί μακρόν ενσωμάτωσή σας στην ομογενοποιημένη σκέψη είναι στην Κερκόπορτα (τζιζ! κακό! Κερκόπορτα δεν υπήρξε!). Και βέβαια! πιθανόν να μην υπήρξε. Αλλά ορισμένοι μύθοιείναι όπως οι προσευχές για μια καλύτερη πραγματικότητα. Ζείδωροι μύθοι. Ελεγε ο ποιητής ότι «το αληθινό είναι εθνικό». Κι έλεγε ο δάσκαλος ότι «η αλήθεια είναι επαναστατική». Σωστά. Η μυθολογημένη αρχαιότητα (απ’ τον Ρομαντισμό και εν πολλοίς εξιδανικευμένη απ’ τον Διαφωτισμό) οδήγησε την ανθρωπότητα σε επαναστάσεις που δημιούργησαν νέες αλήθειες. Ή μη δεν είναι αλήθεια οι αστικές δημοκρατίες (που τώρα πεθαίνουν); ή μη δεν είναι αλήθεια η ανάγκη της ταξικής απελευθέρωσης; Ομως οι άνθρωποι πρέπει να ζουν με «κατά συνθήκην ψεύδη» για να ’ναι υπάκουοι και υπήκοοι. Καισυνεπώς η αλήθεια πρέπει να είναι μόνον θέμα διαπίστωσης και όχι πολιτικό πρόταγμα. Διότι η αλήθεια ως διαπίστωση σημαίνει λίγα, αλλά ως αφορμή σκέψεων και κίνητρο πράξεων σημαίνει τα πάντα…

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ