Αν…

 

 

Αν θέλει μια χώρα να μείνει στο ευρώ, πρέπει να είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να βγει απ’ το ευρώ.

 

Αν στην Ελλάδα υπήρχε εθνική στρατηγική (κατά τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις των κομμάτων που εκφράζουν τις τάξεις) το θέμα του ευρώ δεν θα ήταν ταμπού ή έρμαιο προπαγάνδας, αλλά εργαλείο ή μάλλον όπλο διαπραγμάτευσης -εν μέσω κρίσης- και στη συνέχεια ανάπτυξης, είτε μένοντας (με τους δικούς μας όρους), είτε βγαίνοντας (με τους δικούς μας όρους) από την ευρωζώνη.

Κατά τούτο, ακόμα και για τη συντηρητική κυβέρνηση ΣαμαράΒενιζέλου, αν δεν ήταν μια ακροδεξιάνεοφιλελεύθερη κυβέρνηση ανδρεικέλων, η εναλλακτική πολιτική ως προς το ευρώ θα έπρεπε να είναι εκ των ων ουκ άνευ. Αντιθέτως

με έναν σπαρακτικά τραγικό τρόπο (για τη χώρα) τα ανδρείκελα της Τρόικας έχουν αιχμαλωτίσει την Ελλάδα (που για αυτό λεηλατείται) σε μια πολιτική που, με πρόσχημα την αποφυγή της εξόδου της χώρας απ’ το ευρώ, την οδηγεί ακριβώς εκεί. Σε μια έξοδο καταστροφική, άνευ όρων ή μάλλον με τους όρους άλλων – θα πρόκειται για ήττα στρατιωτικού τύπου, με κοινωνική καταστροφή ανάλογη της Μικρασιατικής.

Για την αξιωματική αντιπολίτευση συνεπώς και για την Αριστερά εν γένει, η υποχρέωση απέναντι στον λαό να έχει εναλλακτική λύση ως προς το ευρώ είναι θέμα ζωής ή θανάτου για την Ελλάδα. Δεν

μπορεί η Αριστερά να πορεύεται με την παραδοχή ότι το θέμα αυτό είναι ταμπού, υποτασσόμενη και όχι υπερβαίνοντας την κυβερνητική προπαγάνδα. Μάλιστα, ο προβληματισμός αυτός πρέπει να ’ναι δημόσιος, εν γνώσει του λαού, χωρίς να φοβάται η Αριστερά τις κατηγορίες για πολυγλωσσία που στην πραγματικότητα την εγκλωβίζουν στον κυβερνητικό μονόδρομο και την ενιαία σκέψη.

Τα νέα από τη Δύση γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο σκοτεινά. «Σε οριακή κατάσταση η Ελλάδα». «Η Ελλάδα σε τραγική κατάσταση». «Δεν είναι δυνατόν να αποπληρωθεί το χρέος». «Ο συνεχής δανεισμός οδηγεί σε κατάρρευση την ελληνική κοινωνία». «Το ελληνικό μνημόνιο είναι το χειρότερο στην ιστορία του ΔΝΤ».

Η συνισταμένη των απόψεων που διατυπώνονται τον τελευταίο καιρό στον δυτικό Τύπο από διακεκριμένους αναλυτές κατατείνει στο ότι η σχέση ΕυρώπηςΕλλάδας γίνεται «όλο και πιο τοξική» με τους Ευρωπαίους πολίτες να «δυσανασχετούν όλο και πιο πολύ» με τους «τεμπέληδες» και «διεφθαρμένους» Ελληνες, με «ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τράπεζες» να «ληστεύουν την Ελλάδα όλο και πιο ξεδιάντροπα» και με τους «Ελληνες να μην αντέχουν άλλο αυτό που τους συμβαίνει».

Αυτά απ’ τη Δύση. Εδώ, τσίρκο. Τίποτα δεν του βγαίνει του κ. Σαμαροβενιζέλου: Η τρύπα 1,6 δισ. στα έσοδα είναι το λιγότερο, διότι αύριο κάτι χειρότερο θα «σκάσει». Κάθε μέρα, κάθε βδομάδα κάτι χειρότερο σκάει έως το επόμενο χειρότερο. Ομως το

κυρίως χειρότερο είναι το ίδιο το κυβερνάν. Το πολυνομοσχέδιο για παράδειγμα, ένα σπασμωδικό έκτρωμα που το θολωμένο του μυαλό βαδίζει και παραμιλά – καταργούν τις αποδείξεις/επαναφέρουν τις αποδείξεις, ένα αλαλούμ, με φόρους θανατηφόρους, κωμικούς αν δεν ήταν εγκληματικοί. Τα κάθε φορά

«νέα μέτρα» εξορκίζονται μόνον για να εξαγγελθούν λίγο μετά. Ούτε η Πορτογαλία πάει καλά (κατά τα προτάγματα και διατάγματα του Βερολίνου), ούτε η Ιρλανδία. Η Ισπανία παραπαίει, όπως κλονίζεται και η Ιταλία. Αλλά η Ελλάδα φαίνεται ξεγραμμένη.

Στη συγκυρία αυτή ενδεχόμενη άνοδος της Αριστεράς στην εξουσία εδώ στην Ελλάδα θα είχε ιστορική αξία για όλη την Ενωση. Το ενδεχόμενο αυτό

καθίσταται όλο και πιο ισχυρό, διότι η κυβερνητική αντιλαϊκή πολιτική απορφανεύει από κάθε ελπίδα μέγα μέρος των ψηφοφόρων του δικομματισμού – στην πραγματικότητα ό,τι απέμεινε απ’ τον δικομματισμό, ζει το ίδιο του το ρέκβιεμ.

Στο σημείο αυτό, μιας ιστορικής καμπής, η ευρωπαϊκή ιστορία μας λέει ότι αρκετά αριστερά κόμματα προκειμένου να διευρύνουν την εκλογική τους απήχηση στράφηκαν προς το κέντρο. Αντί με το ριζοσπαστικό τους πρόγραμμα να προσελκύσουν και τους μη αριστερούς, «πήγαν με τα νερά τους», καταλήγοντας στον βάλτο μιας ατελέσφορης εις ό,τι αφορά τα συμφέροντα των λαών διαχείρισης. Από το Ιταλικό Κομουνιστικό Κόμμα, τη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, τους Βρετανούς Εργατικούς και πολλούς άλλους απέμειναν τα φαντάσματά τους.

Το δίλημμα για τα αριστερά κόμματα σε τέτοιες ιστορικές στιγμές είναι: εξουσία ή εξαφάνιση. Αν δεν πάρουν την εξουσία («χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά»), επιστρέφουν στην ελάσσονα αντιπολίτευση. Αν πάρουν την εξουσία και την ασκήσουν στο πλαίσιο όσων αντιπολιτεύονταν, εξαφανίζονται.

Αυτό το πρόβλημα αντιμετωπίζει αυτήν τη στιγμή και ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν υποκαταστήσει τη ριζοσπαστική του πολιτική με τη μετριοπάθεια που υποτίθεται ότι θα τον καθιστούσε ελκυστικό σε ευρύτερα στρώματα ψηφοφόρων, το πιθανότερο είναι να χάσει και απ’ τα αριστερά του και απ’ τα δεξιά του. Διότι το ζητούμενο αυτήν τη στιγμή

δεν είναι να πάρει την εξουσία, αλλά να ξέρει ο λαός τι θα κάνει η Αριστερά αν πάρει την εξουσία.

Η περιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από χλωμά κεντρώα, δημοκρατικά αιτήματα δεν αντιστοιχεί στους καιρούς. Και αυτό οι ψηφοφόροι το ξέρουν. Το ζητούμενο είναι να βρει ο κεντρώος, ο ΠΑΣΟΚος ή ο δεξιός ψηφοφόρος χρήσιμο και ελκυστικό ένα αριστερό ριζοσπαστικό πρόγραμμα που δηλώνει τι θέλει και τι θα κάνει.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει την εξουσία με ένα τέτοιο πρόγραμμα (πεντακάθαρο στη γνώση του λαού), θα έχει όπλο του τον λαό και ο λαός θα έχει όπλο του την Αριστερά. Κι αυτή η σχέση είναι απαραίτητη, διότι όποια κυβερνητική πολιτική

αποπειραθεί να σπάσει σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα την προδιαγεγραμμένη ακολουθία των νεοφιλελεύθερωνακροδεξιών επιλογών θα αντιμετωπίσει θεούς και δαίμονες. Αν η Αριστερά δεν μπορεί παρά να υποσχεθεί στον λαό μόνον «ιδρώτα και αίμα» για ένα μεγάλο διάστημα προκειμένου να βγούμε απ’ τον τάφο μας, πρώτος απ’ όλους πρέπει να το ξέρει ο λαός.

Μάλιστα η Αριστερά πρέπει πρώτα να «κυβερνήσει» για να κυβερνήσει. Κι αυτό δεν γίνεται στα πάνελ, γίνεται με προτάσεις και ενέργειες παντού, σε όλους τους χώρους, για όλα τα προβλήματα.

Αν το ΠΑΣΟΚ πρόδωσε τον ΠΑΣΟΚο, αν η Ν.Δ. παρέδωσε τον νεοδημοκράτη όμηρο, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει νόημα για την Αριστερά να τους μιλήσει στη γλώσσα τους, αλλά να τους προτείνει τη δική της. Και να μπει η πολιτική της στη βάσανο της κρίσης τους.

 

Αν η Αριστερά αμβλύνει τον λόγο της (όπως έκανε η ΔΗΜΑΡ), αν παραιτηθεί απ’ τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς της στόχους όσον κι απ’ το βραχυπρόθεσμο πρόγραμμά της εναντίον των μνημονιακών πολιτικών, δεν θα κυβερνήσει, ή, αν κυβερνήσει, δεν θα έχει κυβερνήσει αυτή.

Κι επειδή η διακυβέρνηση για την Αριστερά δεν είναι αυτοσκοπός, καλό είναι όλοι οι πολίτες κι όχι μόνο οι αριστεροί να γνωρίζουμε ότι η Αριστερά έρχεται, αν έρθει, για να αντιμετωπίσει μια καταστροφή.

Μια δομική καταστροφή.

Θα κληθεί να ανατάξει μια χώρα με σπασμένη ραχοκοκκαλιά. Κι αυτό μόνον ο λαός ο ίδιος με τις δυνάμεις του μπορεί να το πετύχει, σε ταξική βάση και κατά τα συμφέροντά του. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει συσσωρευθεί ικανή ιστορική μνήμη. Αυτήν τη φορά όσοι ψηφίσουν Αριστερά δεν θα ψηφίσουν από απελπισία, αλλά από ελπίδα. Οχι για διαμαρτυρία, αλλά για λύσεις. Αυτήν τη φορά δεν υπάρχουν στο προσκήνιο «αριστεροί» δημαγωγοί όπως ο Ανδρέας για να αποπροσανατολίσουν τον λαό, αλλά ένα συλλογικό (και επιτέλους ισχυρό εκλογικώς) κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς κι άλλες αριστερές δυνάμεις, όπως οι κομμουνιστές και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Οπως επίσης και οι πατριωτικές δυνάμεις από όλους τους πολιτικούς χώρους, πλην των φασιστών.

Αλλά κυρίως υπάρχει η ανάγκη για όλους τους ψηφοφόρους όλων των κομμάτων του επαναπροσδιορισμού της σχέσης τους με τα κόμματά τους. Το πράγμα θέλει σκέψη. Μπορεί, για παράδειγμα, ο νεοδημοκράτης να ακούει το κόμμα του να κλαίει για όσα του κάνει μόνο και μόνο για να του κάνει χειρότερα;

Το μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι η ελπίδα. Δεν μπορούμε να κλαυθμηρίζουμε κάνοντας δίκη προθέσεων στο μέλλον. Ούτε όμως και να υπογράψουμε συμβόλαιο μαζί του. Μόνον τις ευθύνες μας μπορούμε να αναλάβουμε και να αγωνισθούμε.

«Οταν η Ελλάδα πλήττεται, ουδείς Ελληνας αδιάφορος»…

 

 

email: [email protected]

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ