Μαρία Πολυδούρη: Ο σφοδρός έρωτας με τον Κώστα Καρυωτάκη που σημάδεψε τη ζωή και το έργο της

Επιμέλεια: Ελένη Καραμήτσου

Ήταν ένας έρωτας σύντομος, αλλά τόσο έντονος, τόσο σφοδρός που σημάδεψε τόσο τη Μαρία Πολυδούρη όσο και τον Κώστα Καρυωτάκη, τους δύο ποιητές του Μεσοπολέμου που έφυγαν από τη ζωή με λίγα χρόνια διαφορά. Ήταν ένας έρωτας που μπορεί να πέθανε σ’ αυτόν τον φθαρτό υλικό κόσμο, αλλά έμεινε αθάνατος μέσα από τις λέξεις, τους στίχους, την ποίηση… Μέσα από την κατάθεση ψυχής τους σ’ ένα χαρτί.

Η Μαρία Πολυδούρη ήταν Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής. Ανήκει στη γενιά του 1920 που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της, η οποία είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό, που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον άνδρα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της.

Η γνωριμία και ο έρωτας με τον Κώστα Καρυωτάκη

Σε ηλικία 16 ετών η Μαρία Πολυδούρη διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας, ενώ το 1920 έχασε, σε διάστημα σαράντα ημερών, τον πατέρα και τη μητέρα της. Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον Ιανουάριο του 1922 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής ο Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που στάθηκε και ο μοιραίος άνδρας της ζωής της, όπως αναφέρθηκε στην εκπομπή της ΕΡΤ αφιερωμένη στη Μαρία Πολυδούρη, από το αρχείο της σειράς ντοκιμαντέρ “Εποχές και Συγγραφείς” του Τάσου Ψαρρά, με θέμα τη ζωή και το έργο σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών και την προσφορά τους στην πνευματική ζωή του τόπου.

Όταν τον συνάντησε εκείνη ήταν 20 χρονών και αυτός 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδώσει το “Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων” το 1919 και το “Νηπενθή” το 1921 και είχε ήδη εκτιμήσει την εκτίμηση ορισμένων κριτικών και ομοτέχνων.

Ο έρωτας που σημάδεψε τη ζωή και τον έργο της ξεκίνησε τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς. “Είναι αυτό το πάθος που δεν γνώρισα γιατί έτσι πάλι ανηλεής ποιητήν” σημειώνει στις 27 Απριλίου 1922 στις 2 μετά τα μεσάνυχτα στο ημερολόγιό της “και λίγες μέρες αργότερα τέλειωσαν πια όλα, και οι δειλίες και οι φοβεροί πόνοι, μ’ αγαπάει, τον αγαπώ”.

Όπως προκύπτει από τις ημερολογιακές καταγραφές της αλλά και από λίγα δικά του σωζόμενα κείμενα είναι βέβαιο ότι ο Καρυωτάκης δεν μένει ασυγκίνητος από την ομορφιά αλλά και από την προσωπικότητα της νεαρής ποιήτριας. Πληροφορίες για τις συναισθηματικές αντιδράσεις της Πολυδούρη αλλά και για τη σχέση τους μάς δίνει ανέκδοτο χειρόγραφο της αδελφής της, Βιργινίας, με βιογραφικά στοιχεία για την ποιήτρια, σύμφωνα με το αρχείο της ΕΡΤ. Πολλές φορές της έλεγε, “είσαι η ίδια η ποίηση, το ζωντανό τραγούδι”. Κάποτε είχαν δώσει ραντεβού στο Παλλάδιον. Το ζαχαροπλαστείο ήταν γεμάτο κόσμο και η Μαρία βρισκόταν σε μια απόμερη γωνιά. Σαν μια στιγμή βλέπει τον ποιητή στην πόρτα και να’ρχεται με το κατευθείαν, του λέγει: “Πώς τα κατάφερες και με ξετρύπωσες εδώ μέσα και ήρθες τρεχάτος;” Και αυτός απάντησε: “Τα μάτια σου σαν δυο αστέρια μού φώτιζαν από την πόρτα και μού ‘δειξαν τον δρόμο” . Και βλέπουμε το τραγούδι της γιατί μ’ αγάπησες:

“Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου

μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια”.

Όπως σημειώνει στο βίντεο από το αρχείο της ΕΡΤ η Χριστίνα Ντούνια, αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και συγγραφέας, “είναι δύο πάρα πολύ νέοι άνθρωποι, που τους ενώνει κυρίως η ποίηση, αλλά κανένας έρωτας για τη ζωή”.

Η μοίρα τους παίζει, όμως, άσχημο παιχνίδι καθώς, πιθανότατα το καλοκαίρι του 1922, ο Κώστας Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη. Τον Σεπτέμβριο της αφιέρωσε το ποίημα “Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα” που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Μούσα” και περίπου την ίδια εποχή της εξομολογείται το μυστικό που κρύβει από τους δικούς του και τους φίλους του.

“Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στὴ νύχτα τοῦ Δεκέβρη,

στὴ σκοτεινή, βαθειὰ δεντροστοιχία,

μαζὶ πηγαίνουμε, μαζὶ καὶ ἡ μέρα θὰ μᾶς εὕρη,

ὦ ἐρημικά, θλιμμένα μου στοιχεῖα.

Αὔριο, μεθαύριο σύντροφο θὰ μ’ ἔχετε καὶ φίλο,

τὰ μυστικά σας θέλω νὰ μοῦ πῆτε,

μὰ ὅταν, ἀργότερα, φανῆ τὸ πρῶτο νέο σας φύλλο,

θὰ πάω μακριά, τὸ φῶς γιὰ νὰ χαρῆτε.

Κι ἀφοῦ ταιριάζει, ὦ δέντρα μου, νὰ μένω ἀπ’ ὅλα πίσω

τὰ θαλερὰ καὶ τὰ εὔθυμα στὴν πλάση,

ἐγὼ λιγώτερο γιαυτὸ δὲ θὰ σᾶς ἀγαπήσω,

ὅταν θὰ μ’ ἔχετε κ’ ἐσεῖς ἀκόμη προσπεράσει”.

Η Πολυδούρη του ζήτησε παρ’ όλα αυτά να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχτεί την πρότασή της. Εκείνη πάλι αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του. Πίστευε ότι επινόησε την αρρώστια του για να την απομακρύνει από κοντά του. Η ψυχολογική της διάθεση αποτυπώθηκε στο ποίημα “Θα πεθάνω μιαν αυγούλα” που δημοσιεύεται τον Νοέμβριο στον “Έσπερο της Σύρου, ένα περιοδικό που φιλοξενεί συχνά ποιήματα του Καρυωτάκη.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη,

όταν αντικρύ θ’ ανοίγει μέσ’ στη γάστρα μου δειλά

ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη

και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σαν την ζωή μου,

που η δροσιά της, κόμποι δάκρυ θα κυλάει πονετικό

στο άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζει τη γιορτή μου,

στο άγιο χώμα που θα μου είναι κρεβατάκι νεκρικό.

Όσα αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν

και θ’ αφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.

Όσα μ’ αγαπήσαν μόνο θα ’ρθουν να με χαιρετίσουν

και χλωμά θα με φιλούνε σαν αχτίδες φεγγαριού.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη.

Η στερνή πνοή μου θα ’ρθει να σ’το πει και τότε πια,

όση σου απομένει αγάπη, θα ’ναι σα θαμπό καντήλι

– φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.

Κατά μία παράδοξη σύμπτωση, ο Απρίλης είναι ο μήνας των γενεθλίων της, ο μήνας της αρχής του έρωτά τους αλλά και ο μήνας που εκείνη έφυγε από τη ζωή, καθώς πέθανε στις 29 Απριλίου 2030.

1923, η Πολυδούρη δημοσίευσε τα ποιήματα “Απριλιάτικο”, “Αρμονία”, “Δειλινά” στο ημερολόγιο “Πανδώρα” και το “Ηλιοβασίλεμα” στο περιοδικό “Εύα”. Ο δεσμός της με τον Καρυωτάκη οδηγείται σε αδιέξοδο, ο χωρισμός μοιάζει άκαιρος αλλά και αναπόφευκτος, παρ’ όλο που σίγουρα εκείνη, πολύ πιθανόν κι εκείνος, δεν θα ξεπεράσουν την λιγόχρονη αλλά πολύ έντονη ερωτική σχέση τους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Βιργινίας, εξακολουθούν να συναντιούνται ως φίλοι και να μιλούν για ποίηση. Η Μαρία αρρώστησε από αδενοπάθεια και στις αρχές καλοκαιριού πήγε στο Μαρούσι για παραθερισμό. Εκεί την επισκέφθηκε ο Καρυωτάκης και της έδωσε το ποίημα “Ένα σπιτάκι” που θα περιληφθεί αργότερα στα “Ελεγεία και Σάτιρες” με την αφιέρωση Μ.Π.

  • “Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,

    μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθιά πολυθρόνα,

    μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,

    ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!”

Την ίδια εποχή ο ποιητής δημοσίευσε στον “Έσπερο” το “Τραγούδι παραφροσύνης”, μεταγενέστερος τίτλος “Ωχρά Σπειροχαίτη”. Σύμφωνα με την κ. Ντούνια, ήταν ένα ποίημα που μόνο η Πολυδούρη μπορούσε να το καταλάβει γιατί μόνο σ’ εκείνη έχει εξομολογηθεί αυτό που του συμβαίνει. Το υγρό κλίμα του Αμαρουσίου την ανάγκασε να επιστρέψει για λίγο στην Αθήνα και ξαναέφυγε για την εξοχή του Χαλανδρίου ΄όπου μένει για δύο μήνες ώσπου να αναρρώσει. Εκεί έγραψε τα “Σονέτα του κυνηγού” που περιλαμβάνονται στη συλλογή της “Οι τρίλλιες που σβήνουν”.

“Παρ’ όλο το άλγος και τη συντριβή της, δέχθηκε να συνεχίσουν τη φιλία τους, φιλία ιερή μέχρι τέλους. Ερχόταν στο σπίτι της και την επισκεπτόταν. Μια μέρα της έφερε ένα τραγούδι που μόλις είχε γράψει και συζητούσαν πάνω σ’ αυτό ως τις οκτώ το βράδυ” από μαρτυρία της αδελφής της, Βιργινίας.

Η κυρία Ντούνια σημείωσε σχετικά: “Εκείνη θέλει να του αφιερωθεί, δείχνει τον μεγάλο δυναμισμό της, επίσης το απόλυτο του έρωτα που αισθάνεται. Έχουμε εκπληκτικά κείμενά της εκείνη την εποχή, ας πούμε ένα γράμμα της που του λέει ότι δεν με ενδιαφέρουν καθόλου οι κοινωνικές συμβάσεις, εγώ σε παντρεύομαι έτσι όπως είσαι. Δείχνουν όχι απλώς μια ερωτευμένη γυναίκα, αλλά μια γυναίκα η οποία πραγματικά συγκρούεται με τις κυρίαρχες αντιλήψεις”.

Ο συγγραφέας Τάκης Μενδράκος στην είδα αρχειακή εκπομπή της ΕΡΤ, σημείωσε: “Ένα μεγάλο μέρος του κόσμου θεωρούσε την Πολυδούρη σαν ηρωίδα ενός ρομάντσου, με παρτενέρ τον Καρυωτάκη και θέλησα να αποδείξω ότι δεν ήταν μόνο αυτό, ήταν κάτι πολύ πιο σημαντικό που άξιζε τον κόπο να το πλησιάσει και να το αναλύσει κάποιος”.

Επίσης, ο συγγραφέας Κώστας Βούλγαρης είπε, “δεν είναι η εκ του σύνεγγυς σύντροφος ή έστω συνοδοιπόρος του Καρυωτάκη, αλλά η σημαντικότερη ποιήτρια του ελληνικού 20ού αιώνα”.

Το 1924, μετά τον χωρισμό της από τον Καρυωτάκη και έως το 1928 η Πολυδούρη δεν δημοσίευσε κανένα ποίημα. Αλλά και ο Καρυωτάκης, μετά τον Φεβρουάριο του 1924 και έως το 1926 περνά μια περίοδο σιωπής. Στη διάρκεια του 1924, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, η εύθραυστη φιλία της με τον Καρυωτάκη έφθασε στο τέλος της. “Είναι αλήθεια ότι δεν ήταν η μοναδική ιστορία η συναισθηματική αυτή του Κώστα Καρυωτάκη” είπε ο Τάκης Μενδράκος.

“Αποδέχεται την πρόταση που της κάνει ο Άρης Γεωργίου, ένας πλούσιος και ωραίος δικηγόρος, νέος, που έχει έρθει από το Παρίσι, ο οποίος την αγαπά πραγματικά και τη φλερτάρει για έναν χρόνο περίπου. Μέσα στην απελπισία της κάπου τον αρραβωνιάζεται, αλλά δεν θα μπορεί να πει πολλά ψέματα στον εαυτό της” σημείωσε η καθηγήτρια Χριστίνα Ντούνια. Το παλιό αίσθημα υπέβοσκε μέσα της και την τυραννούσε. Είχε κρεμάσει στον λαιμό της ένα μενταγιόν και μέσα είχε φωτογραφία από το πρόσωπο του Καρυωτάκη, σύμφωνα με μαρτυρία της Βιργινίας.

Είναι μάλλον στη διάρκεια του 1924, όταν ο Καρυωτάκης νιώθοντας τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της 22χρονης Πολυδούρη θα της δώσει το πεζό ποίημα η “Τελευταία”, που εκείνη θα εμπιστευθεί πριν από τον θάνατό της στη Μυρτιώτισσα, και το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα Άπαντα του 1966.

Όπως δείχνουν τα ποιήματα με χρονολογία 1925 που δημοσίευσε για πρώτη φορά η Λιλή Ζωγράφου στην έκδοση των Απάντων του 1961, και όπως μαθαίνουμε από ένα αποκαλυπτικό κείμενο γραμμένο ως ανεπίδοτο γράμμα προς τον Καρυωτάκη 15 Ιουνίου 1925, η Πολυδούρη εξακολουθεί να είναι βαθιά ερωτευμένη μαζί του. Από την ανάγνωση του κειμένου η ποιήτρια διακατέχεται από αισθήματα ενοχής και πιστεύει ότι ο Καρυωτάκης νιώθει απογοητευμένος από την επιπολαιότητά της και προδομένος από τη στάση της. Μετά τον οριστικό χωρισμό της από τον Καρυωτάκη, και παρά την αφοσίωση που της δείχνει ο Γεωργίου, μοιάζει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή χωρίς να πάρει το πτυχίο της, χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της. Το 1925 αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο. Φοίτησε για λίγο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, και μετά στη Σχολή του Κουναλάκη. Έπαιξε σε μία παράσταση αλλά τελικά εγκατέλειψε και την προσπάθεια να γίνει ηθοποιός. Αρρώστησε από τυφοειδή πυρετό και η άνοιξη του 1926 θα τη βρει πολύ εξασθενημένη. Με το μερίδιο της πατρικής κληρονομιάς εγκατέλειψε την πρωτεύουσα και εγκαταστάθηκε στη Φτέρη του Αιγίου. Σ’ αυτόν τον τόπο, μακριά από τον αρραβωνιαστικό και τις παρέες της θα αρχίσει και πάλι το γράψιμο.

Το γράψιμο και η απόσταση από τον κοινωνικό περίγυρο την έκανε να δει ορισμένα πράγματα πιο καθαρά και να αναθεωρήσει τις επιλογές της. Τότε μάλλον πήρε την απόφαση να διαλύσει τον αρραβώνα της και να φύγει το φθινόπωρο για το Παρίσι, απ’ όπου θα γυρίσει φυματική πλέον την άνοιξη του 1928. Το κλίμα του Παρισιού και η αδιαφορία για την υγεία της κατέβαλαν τον ευαίσθητο οργανισμό της έτσι ώστε να προσβληθεί από φυματίωση. Νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Σαριτέ, από την 1η Φεβρουαρίου έως την 1η Μαρτίου 1928. Εκεί νοσηλεύονταν κατά βάση άποροι άνθρωποι, σύμφωνα με τη Χριστίνα Ντούνια. Οι γιατροί της συνέστησαν να επιστρέψει στην Ελλάδα, δεν έχει πόρους καθόλου και αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Παρίσι και να επιστρέψει άρρωστη και χωρίς καθόλου χρήματα. Αρχές Μαρτίου πήρε το τρένο για τη Μασσαλία και από εκεί το πλοίο για Πειραιά. Ενώ εκείνη επιστρέφει στην Ελλάδα, ο Καρυωτάκης αρχές Απριλίου πηγαίνει στο Παρίσι. Τα χρήματα που διέθεσε ο αδελφός της Κώστας για τη νοσηλεία της στην πρώτη θέση του “Σωτηρία” εξαντλήθηκαν και ζήτησε να τη μεταφέρουν στο σπιτάκι με τους ετοιμοθάνατους όπου της δίνουν ένα μικρό δωμάτιο για να γλυτώσει από τον θόρυβο και την πολυκοσμία της τρίτης θέσης.

Συνδέθηκε φιλικά με τον Γιάννη Ρίτσο που νοσηλευόταν επίσης στο Σωτηρία” και του αφιέρωσε το ποίημα “Η Θυσία”. Εκεί την επισκέφθηκε ο Καρυωτάκης μόλις επέστρεψε από το Παρίσι και προτού πάρει τον δρόμο για την Πρέβεζα. Συναντήθηκαν έπειτα από πολύ καιρό, αμήχανοι και οι δύο, μπροστά σε άλλους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γιάννη Ρίτσου, που παρακολούθησε τη συνάντηση από κάποια απόσταση. Εκείνη φοβάται μήπως τη λυπηθεί .Εκείνος είναι τόσο απελπισμένος που δεν μπορεί έπειτα από τόσο καιρό χωρισμού να της μιλήσει για τα προβλήματά του. Της έγραψε ένα γράμμα από την Πρέβεζα, πιθανόν στο τέλος Ιουνίου, ένα από τα λίγα γράμματα που έγραψε τις κρίσιμες εκείνες ημέρες που προηγούνται της αυτοκτονίας του. Πλέον χρησιμοποιεί συγκρατημένο πληθυντικό που όμως δεν κρύβει το ενδιαφέρον του για εκείνη.

Δεν είναι γνωστό πώς και αν απάντησε στο τελευταίο του αυτό γράμμα. Το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου και των δύο ποιητών έχει χαθεί ή καταστραφεί. Η αυτοκτονία του στις 21 Ιουλίου 1928 τη γέμισε με απελπισία. Γράφει με μανία. Όταν έμαθε την αυτοκτονία του έπαθε πολύ μεγάλο σοκ, άρχισε να μην υπακούει στις εντολές των γιατρών του νοσοκομείου, να βγαίνει από το νοσοκομείο και ήταν σε μια κατάσταση η οποία καθόρισε ως ένα σημείο και το αποτέλεσμα της αρρώστιας της. Άρχισε να κατρακυλά σε δυστυχία και αρρώστια αλλά άρχισε να ανεβαίνει ποιητικά, αυτή η πορεία προς τον θάνατο έγινε ταυτόχρονα πορεία προς την αθανασία. Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 καταβεβλημένη από τη φυματίωση. Άφησε την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ