Η συγκλονιστική περιγραφή της επίθεσης των Ιταλών στο προκεχωρημένο φυλάκιο της Πόβλας Φιλιατών

Ο Δημήτρης Λέντζαρης περιγράφει πως ο ίδιος έζησε το χρονικό της εισβολής στο προκεχωρημένο  φυλάκιο της Πόβλας Φιλιατών στην συνοριακή γραμμή με την Αλβανία.

«……Ο πόλεμος είχε αρχίσει προ του Οκτωβρίου του ’40. 

Την 1η Οκτωβρίου 1940 επιστρατεύτηκα και τοποθετήθηκα στο 2ο Λόχο

που είχε την έδρα του στην Πόβλα, Φιλιατών…..

Την 25η Οκτωβρίου 1940, είχα επιστρέψει στο χωριό μου από το Φιλιάτι που είχα μεταβεί, για να ορκιστώ ως δάσκαλος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Φιλιατών γιατί ο διορισμός  μου  ήταν  για  την  περιφέρεια  Πωγωνίου.   

Την  26η Οκτωβρίου, ημέρα της γιορτής μου, μετά το μεσημέρι επιστρέφω στο λόχο μου. Την 27η Οκτωβρίου 1940 είμεθα συγκεντρωμένοι στην αίθουσα των αξιωματικών του λόχου στην Πόβλα.  Το ιταλικό πρακτορείο “ΣΤΕΦΑΝΙ” εκείνη τη στιγμή ανακοίνωσε ότι οι Έλληνες στρατιώτες συνεπλάκησαν με την Ιταλική Περίπολο στα σύνορα της Σαγιάδας και φονεύθηκαν τρεις Αλβανοί στρατιώτες και δύο Ιταλοί.  Η ιταλική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε και ζήτησε ευθύνες για τη  στάση  των

 Ελληνικών στρατευμάτων. Το ίδιο  βράδυ, στο Πρακτορείο Αθηνών, το διέψευσε ως αποκύημα του ιταλικού πρακτορείου.

Ώρα 23.00.  Ο ταγματάρχης κ. Παπαγεωργίου από το Φιλιάτι εκαλεί στο τηλέφωνο το λοχαγό μου κ. Σκιαδόπουλο. Τι είπαν;

Ώρα 24.00. Ο λοχαγός με διέταξε να βάλω διπλοσκοπούς.  Στην οροθετική γραμμή βλέπαμε τις Ιταλικές περιπόλους να κινούνται παραδόξως και συνεννοούντο με φανούς.  Διετέχθημεν να κατακλιθούμε.

28 Οκτωβρίου 1940, ώρα 3.10. Διατάσσεται συναγερμός και συγκέντρωση του λόχου.

Ώρα 4.30.  Μετά δυσκολίας συγκέντρωσα την ομάδα μου γιατί όλοι σχεδόν οι στρατιώτες μου ήταν σε διάφορες υπηρεσίες, μάγειροι, ιπποκόμοι, κουρείς, υποδηματοποιοί, κλπ.  Δεν ήξευρα τα ονόματα των γιατί μόλις προ δύο, τριών ημερών είχα έλθει από το φυλάκιο Τσαμαντά και μου δόθηκε η ομάδα διοίκησης του λόχου.

Ώρα 5.00.  Είχα συγκεντρώσει την ομάδα μου πλήρως εξοπλισμένη, πρόσθεν του γραφείου του λόχου.  Εκεί έρχεται ο λοχαγός μου κ. Σκιαδόπουλος και μας λέει:

–   Λοχία και στρατιώτες.  Δεν ξεύρουμε τί θα γίνει. Η ιταλική κυβέρνηση ζήτησε να περάσει τα στρατεύματά της από την πατρίδα μας. Η κυβέρνησή

μας  αρνήθηκε.  Είναι  πιθανόν  να  μας  πιέσουν. Εσείς  πηγαίνετε  να καταλάβετε τις θέσεις σας και αργότερα θα διατάξω τι θα κάνετε. Φοβάστε;

–  Όχι, απαντήσαμε όλοι με μια φωνή.

–  Μία ψυχή που έχει να βγει ας βγει μια ώρα αρχύτερα, είπε ο λοχαγός. Λοχία, συνέχισε ο κ. λοχαγός.  Πήγαινε να καταλάβεις θέσεις εκεί που είναι τα ορύγματα, τα ξεύρουν οι στρατιώτες σου, για να φυλάξετε την οδό προς και από το φυλάκιο “Χορμούλι”.

Ώρα 5.35.   Είχαμε καταλάβει τις θέσεις μας.Δεν είχαμε καλά πιστέψει και περιμέναμε να φέξει για να επιστρέψουμε στα ίδια.  Αξιωματικός της διμηρίας μου ήταν ο ανθυπασπιστής κ. Ζανουδάκης, ο οποίος είχε πάει στα φυλάκια για επιθεώρηση από την προηγούμενη μέρα.

Ώρα  6.30  ή  6.50.  Δεν  είχα  ωρολόγι  για  να  ξεύρω  ακριβώς  την  ώρα. Ακούσαμε έναν πυροβολισμό. Νομίζαμε ότι πρόκειται για κάποια εκπυρσοκρότηση, αλλά διαψευστήκαμε.  Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και μια οβίδα διέσχισε τον ουρανό και έπεσε κατά την Πόβλα.  Ακούστηκαν και άλλες και άλλες οβίδες.  Ακούστηκαν βολές οπλοπολυβόλων, όλμων και όπλων από την πλευρά του εχθρού.Ενώ εγένοντο αυτά, ακούστηκε η σάλπιγγα του λόχουμας.   Προσοχή – προσοχή και αμέσως ένα εμβατήριο. Προχωρείτε – προχωρείτε ….   Την στιγμή εκείνη καταφθάνει ο διμοιρίτης κ. Ζανουδάκης. Του έδειξα τις θέσεις των ανδρών μου και καθίσαμε συζητούντες.

Οι οβίδες των πυροβόλων όπλων του εχθρού συνεχίζοντο   και αρκετές έπεφταν αριστερά μας, στη χαράδρα που είναι μεταξύ Πόβλας και Παλαιοχωρίου Αγίων Πάντων.  

Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο εχθρός δεν είχε φανεί, ούτε και εμείς είχαμε ρίψει έστω και μια τουφεκιά.  Ενώ συζητούσαμε με τον διμοιρίτη, περί ώρα 7.30 ή 8.00 άκουσα μια φωνή.  Λοχία Λέντζαρη, να οπισθοχωρήσεις προς το εικόνισμα Πόβλας”.  Ήταν ο σύνδεσμος του λόχου μας.  

Αμέσως ο κ. Ζανουδάκης, εγώ και οι άνδρες μου οπισθοχωρούμε, τρέχοντας προς το εικόνισμα.  Ο πόλεμος των οβίδων συνεχιζόταν.  Ευτυχώς δεν μας είχαν αντιληφθεί οι Ιταλοί και οι οβίδες των εχθρικών πυροβόλων, όλμων, πολυβόλων και οπλοπολυβόλων έπεφταν στο κενό προς την Πόβλα και πλησίον μας βέβαια.  Οπισθοχωρήσαμε μέσα σε βάτα και θάμνους, σε ένα ανηφορικό μονοπάτι.  Μόλις φτάσαμε σε ένα ανοιχτό μέρος σταματήσαμε να ξεκουραστούμε.  Λαχανιάζαμε όλοι από την τρεχάλα. 

Η απόσταση μέχρι το εικόνισμα θα ήταν 50 έως 70 μέτρα. Εδώ θα συναντήσουμε το λόχο μας.  Και ενώ λέγαμε αυτά και πήραμε μια ανάσα, βλέπουμε στην απέναντι πλαγιά του βουνού, πιο πάνω από το εικόνισμα, να τρέχουν τρεις στρατιώτες.   Ο κ. Ζανουδάκης τους αναγνώρισε.   “Δεν είναι δικοί μας”, είπε.   “Είναι Ιταλοί, φαίνονται  από  τη  στολή  τους”.    Σε  λίγο  το  επιβεβαίωσαν  και  οι  ίδιοι. Φώναζαν: “Σινιόρ καπιτάνα, … σινιόρ καπιτάνα…”.  Τώρα τι γίνεται; Πού είναι ο Λόχος μας;  Ο κ. Ζανουδάκης πήρε την απόφαση.  “Εγώ λοχία, θα πάρω τον οπλοπολυβολητή

 και μερικούς στρατιώτες και θα προχωρήσω και εσύ με τους υπόλοιπους άνδρες θα με υποστηρίξεις αν χρειαστεί και όταν φθάσω απέναντι, θα σε υποστηρίξω εγώ για να με ακολουθήσεις”.   Έτσι κι έγινε. Βάζει ο οπλοπολυβολητής μερικές ριπές στον αέρα εναντίον των Ιταλών που είχαν ανεβεί στην πλαγιά και με άλματα προχωρούν στο μονοπάτι, ενώ εγώ με τους τρεις άνδρες μου παρακολουθούμε τους Ιταλούς, βάζοντες κάπου- κάπου στον αέρα. Οι Ιταλοί λούφαξαν μέσα στους βράχους.

Περιμένουμε να μας υποστηρίξει ο κ. Ζανουδάκης. Δυστυχώς το οπλοπολυβόλο που είχε πάρει ο κ. Διμοιρίτης δεν βάζει.Στο αριστερό ακούονται πυροβολισμοί αυτομάτων όπλων. Είναι οι Ιταλοί που βάζουν εναντίον της ομάδας μας. Εναντίον του κ. Ζανουδάκη. Εμείς όμως αρχίζουμε να προχωρούμε με άλματα, για να φθάσουμε στο εικόνισμα.  Δεν είχαμε καλά καλά φτάσει στο αντέρισμα του δρόμου και οι οβίδες έπεφταν συνεχώς. 

Οι άντρες μου, (τα ονόματα δεν τα ξεύρω γιατί μόλις είχα αναλάβει την ομάδα μου), που όλοι τους ήταν τεχνίτες στο λόχο μας και εγώ κάνουμε τα τελευταία άλματα.  Μία οβίδα όμως που πέφτει πίσω μας και σε μικρή απόσταση, με καθηλώνει στο έδαφος. Λίγες πέτρες πέφτουν πάνω μου.   Ευτυχώς δεν έπαθα τίποτα. Κοιτάζω  δεξιά  –  αριστερά, δεν  βλέπω  κανέναν  απ’  τους  άντρες  μου. Προσπαθώ να μετακινηθώ προς το εικόνισμα έρποντας και μπροστά βλέπω Ιταλούς στρατιώτες που βαδίζουν στο δρόμο. Έρχονταν φαίνεται από την Πόβλα.  Οι άντρες μου τι έγιναν; Φονεύθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν ή κρύφτηκαν.Για μένα δεν ενδιαφέρθησαν εάν ήμουν τραυματισμένος ή νεκρός.  Γιατί;  Δεν έπρεπε ο διμοιρίτης μου να ενδιαφερθεί;  Γιατί με εγκατέλειψε στο πεδίο της μάχης;  Και τώρα τι πρέπει να κάνω;  Να σηκωθώ να παραδοθώ;Εκείνη τη στιγμή κατεβαίνουν από την πλαγιά του βουνού και οι τρεις Ιταλοί στρατιώτες και ενώνονται με τους άλλους που περνούσαν στο δρόμο.   Ούτε καν ενδιαφέρθηκαν για μας. ΟΧΙ είπα, θα παραμείνω στη θέση μου και αν με βρουν θα με πιάσουν αιχμάλωτο.Περίμενα το μοιραίο. Κρύφτηκα μέσα στα βάτα.  Αν δε πάλι δεν με ανακαλύψουν  θα προσπαθήσω να ενωθώ με τον λόχο μου. Παραμένω επιτόπου μέχρι το βράδυ.  Δεν ήρθε κανένας.

Δίπλα μουπερνούσαν συνέχεια Ιταλικά τμήματα στρατού. Το ίδιο και νοτιότερα καθόσον ακούγονται βήματα και φωνές. Όταν υπήρχε ησυχία, και δεν ακούγονταν φωνές, σηκώθηκα και ερεύνησα γύρω μου για να διαπιστώσω την τύχη των άλλων στρατιωτών μου,αλλά δεν είδα τίποτα.

Αφού νύχτωσε, αποφασίζω να κατέβω στο χωριό Παλαιοχώρι των Αγίων Πάντων.Μέσα σε θάμνους και βάτα βαδίζω με μεγάλη δυσκολία. Κάποτε έπεφτε και ψιλή βροχούλα.   Για μια στιγμή ακούω φωνές και βήματα. Σταματάω πάνω σε ένα θάμνο και είμαι ξαπλωμένος. Δεν έχω τίποτε μαζί μου, μόνο την χλαίνη και μία χειροβομβίδα μίλς, τα άλλα πράγματά μου τα είχα κρύψει μέσα στα βάτα, ως και το όπλο μου.  Είναι μεσάνυχτα.   Το φεγγάρι το έχει κρύψει ένα σύννεφο.  Έρχεται πλησίον μου ένας στρατιώτης. Ούρησε  δίπλα  μου  και  είπε: “Κουτού  ίστ  σκοτωμένο”. Φαίνεται  ήταν Αλβανός. Θα ήταν η Τσέτα- άτακτα σώματα Αλβανών.

Αφού ξεμάκρυνε η Τσέτα οπισθοχώρησα λίγα μέτρα γιατί φοβόμουν μήπως επιστρέψει κανένας από την Τσέτα και με σκυλέψει.Όταν διαπίστωσα ότι η Τσέτα προχώρησε αρκετά και επικρατούσε ηρεμία, προχώρησα και κατά τις πρωϊνές ώρες βρέθηκα πλησίον μιας οικίας.  Μπήκα μέσα το υπόγειό της και περίμενα να έλθουν οι νοικοκυραίοι.   Ήμουν βρεγμένος αρκετά. 

Ενώ περίμενα τους νοικοκυραίους ακούω φωνές και βήματα.  Ήταν Ιταλικά τμήματα στρατού. Μπήκα πιο μέσα και κρύφτηκα σε μια γωνιά.Στο υπόγειο ήταν σκοτάδι.  Δεν είχε κανένα παράθυρο.   Ένας Ιταλός στρατιώτης μπήκε στην πόρτα του υπογείου, έριξε μια ματιά γύρω του κι έφυγε.   Δεν βρήκε τίποτα γιατί στο υπόγειο έμεναν μόνο γίδια το βράδυ.Πολλοί Ιταλοί στρατιώτες μπήκαν στο δωμάτιο που ήταν πάνω από το υπόγειο, αναποδογύρισαν ότι βρήκαν, τραπέζια, καρέκλες, σαντούκια, πήραν ότι τους άρεσε κι έφυγαν. Κατά το μεσημέρι καταφτάνει η οικογένεια του σπιτιού. 

Μπήκε μέσα στο δωμάτιο, είδε την καταστροφή που τους έγινε και άρχισε τις φωνές.  “Μας έκλεψαν, μας τα πήραν όλα, ότι κι είχαμε. Τι θα γίνουμε;”.

Εκείνη τη στιγμή βγαίνω κι εγώ από το υπόγειο.  Ήταν τέσσερις γυναίκες οι οποίες μόλις με είδαν τρέξανε να με περιποιηθούν.Τους διηγήθηκα την περιπέτειά μου και αμέσως μου έδωσαν πολιτικά ρούχα. Τη χειροβομβίδα την έκρυψα κάτω από το πάτωμα. Στο χωριό  έμεινα  περισσότερες  από  δέκα  ημέρες  στο  σπίτι  του  Γ.  Μάνθου……..»

Πηγή: ΑΠΕ

 

Διαβάστε επίσης:

Το έπος του 1940

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ