ΦΩΤΟ-SOS για το αρχοντικό της Σκιάθου

ΦΩΤΟ-SOS για το αρχοντικό της Σκιάθου

Αγωνίζονται να σώσουν ένα «υπέροχο ερείπιο». Ένα κτίριο συνομήλικο με το ελληνικό κράτος, χαρακτηρισμένο ως έργο τέχνης από το υπουργείο Πολιτισμού, που φιλοξένησε τον Όθωνα και αργότερα Μικρασιάτες πρόσφυγες, γλίτωσε από το ολοκαύτωμα των Γερμανών το 1943, άντεξε αλλεπάλληλους σεισμούς και τελικά κάηκε από εμπρησμό το 2005.

Πρόκειται για την οικία Ραγιά, πρώην Ματαρώνα, στη Σκιάθο η οποία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας ύστερα από πρωτοβουλία του δραστήριου πολιτιστικού συλλόγου «Η Σκιάθος» και του προέδρου της Θοδωρή Τζούμα.

Οι ιδιοκτήτες του, Μαργαρίτα και Θεμιστοκλής Ραγιάς, απόγονοι πέμπτης γενιάς της φημισμένης οικογένειας του εφοπλιστή Ματαρώνα, είχαν ξεκινήσει εργασίες αναστήλωσης με ιδία χρηματοδότηση όταν ξέσπασε η φωτιά. Σχεδόν τα πάντα χάθηκαν μέσα σε ένα βράδυ. Ξυλόγλυπτα ταβάνια, ξύλινα πατώματα με χειροποίητα καρφιά, ανάγλυφος γύψινος διάκοσμος, τοιχογραφίες, ξύλινες πόρτες και περίτεχνες σκάλες, αυθεντικά αρχιτεκτονικά στοιχεία και δείγματα λαϊκής τέχνης που είχαν επιζήσει για περισσότερα από 150 χρόνια. Σύμφωνα με το υπουργείο το σπίτι «είναι ένα πολύ αξιόλογο δείγμα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Ενα διώροφο λιθόκτιστο με πλούσια διακοσμητικά στοιχεία στις όψεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μαρμάρινο θύρωμα που πλαισιώνει την είσοδο, τα γύψινα διακοσμητικά στοιχεία των εξωτερικών τοίχων και η τοξοστοιχία με τους μαρμάρινους κιονίσκους που διαμορφώνεται στη νότια και δυτική πλευρά».

Ο Νικόλαος Ματαρώνας, επιφανής Σκιαθίτης πλοιοκτήτης και έμπορος, πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου του νησιού (1866-1870) και δωρητής του περίτεχνου επιταφίου της Παναγιάς Λιμνιάς, είχε φέρει για την κατασκευή της οικίας τεχνίτες από τη Ρόδο, την έχτισε με θηραϊκή γη και την κατέστησε σημείο αναφοράς: «Εις τας 8 Σεπτεμβρίου, ώραν 3ην μετά τα μεσάνυκτα, μετά την απόλυσιν του όρθρου, εις την πανήγυριν της Παναγίας της Λιμνιάς, η εξαδέλφη Μαχούλα κι εγώ, ομού κατηρχόμεθα το ολισθηρόν λιθόστρωτον, το αρχόμενον από της μεγάλης οικίας του καπετάν Νικόλα του Ματαρώνα και φθάνον μέχρι της παραθαλασσίας αγοράς», έγραφε ο Παπαδιαμάντης εν έτει 1900 στο διήγημα «Αμαρτίας Φάντασμα».

«Η αναπαλαίωση έκρυβε εκπλήξεις», λέει στο «Έθνος» ο κ. Θεμιστοκλής Ραγιάς. «Βρήκαμε το παλαιό σύστημα των σκεπασμένων με κεραμίδια υδρορροών που γέμιζαν τη στέρνα του σπιτιού, τις πολεμίστρες που επόπτευαν τους γύρω δρόμους και την πλατεία, τα ζεστά νεοκλασικά χρώματα, βρήκαμε ότι τα εξωτερικά επιχρίσματα έπρεπε να γίνουν με κουτάλι ώστε να είναι κυματιστά σαν τη θάλασσα. Το σπίτι όπου περάσαμε τα παιδικά μας καλοκαίρια ήταν μια κιβωτός με πορτρέτα των παππούδων μας, με χειρόγραφα συμβόλαια, προικοσύμφωνα, όρους καλλιέργειας και ενοικιαστήρια, ημερολόγια πλοίων, ασφάλιστρα του Loyd’s, με τους τοίχους γεμάτους πίνακες με τα καράβια τους ζωγραφισμένα στη Βενετία ή τη Μασσαλία όπως συνηθιζόταν τότε».

Οι ίδιος και η αδελφή του επιθυμούν να αποκαταστήσουν το κτίριο, ενώ ενδιαφέρον έχει εκφραστεί και από Σκιαθίτες οι οποίες το θεωρούν στολίδι για το νησί. Παρότι με γνωμοδότηση του υπουργείου εντάσσεται στα αρχιτεκτονήματα που χρήζουν ειδικής κρατικής προστασίας, δεν έχει γίνει καμία κίνηση από την πλευρά της Πολιτείας, κάτι που ζητά η τοπική κοινωνία.

Διαφορετικά θα μείνει ένα ερείπιο όπως το σπίτι της Κοκκώνας, που πέρασε στην αιωνιότητα μέσα από τον Παπαδιαμάντη, ως ένα φάντασμα από το παρελθόν που θα φοβίζει τους μικρούς διαβάτες τις σκοτεινές νύχτες του χειμώνα.

 

Πηγή: Έθνος

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ