Ένας αναγνώστης ρωτάει τα ΜΑΤ

Ένας αναγνώστης ρωτάει τα ΜΑΤ

 

 

«Για σένα που έστω και μέσα από το κράνος, εγώ μπορώ να σε κοιτώ στα μάτια…

 

Γιε μου, μπαμπά, αδελφέ, θειε, ανιψιέ, γαμπρέ, κουνιάδε, παλιέ συμμαθητή, φιλέ…

Αποφάσισα να σου γράψω, γιατί ίσως έτσι μπορέσεις να τα μελετήσεις με την ησυχία σου  και να δώσεις μια απάντηση στα ερωτήματα μου…

Θέλω όσο καλοπροαίρετα γίνεται να σου κάνω δυο-τρεις ερωτήσεις και να μου δώσεις εσύ τις απαντήσεις που φαντάζομαι ότι τις έχεις…

 

Το πρώτο μου ερώτημα είναι…

Εσύ γιέ μου, δεν έχεις παππού που με την πενιχρή σύνταξη, δυσκολεύεται να αγοράσει τα φάρμακα του και  δεν  μπορεί να τα βγάλει περά;  Εσύ μπαμπά δεν ξέρεις ότι σταμάτησα το ωδείο γιατί όπως λες δεν μας φτάνουν και πρέπει να κόψουμε τις πολυτέλειες; Εσύ θείε, δεν ξέρεις ότι η μητέρα μου έμεινε άνεργη και δυσκολευόμαστε τόσο πολύ; Εσύ ανιψιέ, δεν ξέρεις ότι ο ξάδερφος σου ενώ πέρασε στα ΤΕΙ στη Θεσσαλονίκη, δεν καταφέραμε να τον στείλουμε να σπουδάσει γιατί δεν μας φτάνουν; Εσύ γαμπρέ δεν ξέρεις ότι η γυναίκα σου ή η αρραβωνιαστικιά σου δεν μπορούν να βρουν δουλειά με συνέπεια να αργείτε να κάνετε παιδί γιατί όπως λες κι εσύ, δεν είναι εποχή για τέτοια έξοδα, ή αναβάλλετε τον γάμο για τον ίδιο λόγο; Εσύ παλιέ συμμαθητή, δε θυμάσαι που πηγαίναμε μαζί στις πορείες ενάντια στη βία της εξουσίας; Εσύ φίλε, ξέχασες πόσες φορές μου είπες να πάμε για καφέ και αρνήθηκα, επειδή δεν μου περίσσευαν λίγα ευρώ να τα διαθέσω για «περιττά»;

 

Σ ΕΣΕΝΑ ΠΟΥ ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ, ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕ ΓΥΡΙΣΜΕΝΑ ΤΑ ΟΠΙΣΘΙΑ ΣΟΥ Σ ΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΣΤΡΑΜΜΕΝΟ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΠΙΔΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΓΚΛΟΠ ΣΟΥ ΣΕ ΜΕΝΑ, ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ, ΣΤΟΝ ΓΙΟ ΣΟΥ, ΣΤΟΝ ΘΕΙΟ ΣΟΥ, ΣΤΟΝ ΑΝΗΨΙΟ ΣΟΥ, ΣΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΣΟΥ ΣΥΜΜΑΘΗΤΗ, ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΣΟΥ, ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΔΕΝ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ; ΕΣΕΝΑ ΔΗΛΑΔΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΣΟΥ, ΔΕΝ ΤΙΣ ΑΚΟΥΜΠΗΣΕ ΑΥΤΗ Η ΛΑΙΛΑΠΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ;

Αν όντως είναι έτσι… μπράβο… σε ζηλεύω, και εγώ και πολλοί άλλοι φαντάζομαι. Αν λοιπόν δεν έχεις κανένα πρόβλημα από την κρίση που πολύ αμφιβάλλω…

 

πάμε στο επόμενο ερώτημα μου…

Εσύ, που χωρίς να εξετάσω πως βρέθηκες εκεί, πριν αρχίσεις να δουλεύεις φαντάζομαι ορκίστηκες. Νομίζω ότι ορκίστηκες να φιλάς το Σύνταγμα και τους νόμους. Και φυσικά πληρώνεται. Με λίγα λεφτά όπως άλλωστε όλοι μας που έχουμε την μεγάλη τιμή να συνεχίζουμε ακόμα να είμαστε εργαζόμενοι. Και πληρώνεσαι όχι από κάποιο επιδοτούμενο πρόγραμμα της ΕΟΚ ούτε φυσικά από κανένα πρόγραμμα του ΕΣΠΑ. Πληρώνεσαι από τα λεφτά του Δημοσίου, που προέρχονται από τους φόρους των πολιτών. Άρα πληρώνεσαι από μένα, από τον πατέρα σου, από τον θείο σου, από τον φίλο σου. Γιατί αλήθεια σε πληρώνουμε όλοι εμείς; Ποια είναι δηλαδή η δουλειά σου για την οποία αμείβεσαι; Μα φυσικά για να μας φιλάς από τους κακούς… Εμάς, τους πολίτες αυτής της χώρας, που φροντίζουμε να πληρώνεσαι, να μας φιλάς πολλές φορές με κίνδυνο της ζωής σου, από τους κακούς. Εμείς οι πολίτες αυτής της χώρας πρέπει να ξέρεις, είμαστε πάντα ίδιοι…. και στις Χούντες… και στις Δημοκρατίες… και στις Βασιλείες… και πάντα. Τι αλλάζει; Η εξουσία. Κι εσύ… ΠΑΝΤΑ  αντί να υπηρετείς τους πολίτες … τι κάνεις; Υπηρετείς την εξουσία… που αλλάζει… είτε ομαλά είτε βίαια… και πάντα εσύ υπηρετείς αυτούς. Χωρίς να σκέφτεσαι αν οι πραγματικοί κακοί είναι αυτοί… αυτοί που μας χάλασαν τις ζωές… αυτοί που μας πήραν τα όνειρα… αυτοί που πουλούν τον πλούτο μας… φιλάς αυτούς που σου καταστρέφουν τη ζωή… τη δική σου ζωή… της αδερφής σου… του παιδιού σου… του ανιψιού σου… της νύφης σου… των φίλων σου… Σ έκαναν να πιστεύεις ότι εμείς ήμαστε οι κακοί… εμείς που το μόνο που ζητάμε είναι δικαίωμα στο όνειρο… δικαίωμα στην αξιοπρέπεια… δικαίωμα στη ζωή… Όλα αυτά δεν τα ζητάμε μόνο για μας, τα ζητάμε και για σένα, και για τον πατέρα σου, για τον αδελφό σου, για τον φίλο σου… Τα ζητάμε για τα παιδιά σου, για τα παιδιά μας. Τα ζητάμε γι αυτό τον έρημο τόπο που μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν το λίκνο της Δημοκρατίας και του πολιτισμού.

 

Αυτό τον τόπο, που παρέδωσε στην ανθρωπότητα τον Παρθενώνα, την Ακρόπολη, τον όρκο του Ιπποκράτη, τα γραφτά του Θουκυδίδη, του Πλάτωνα, του Σοφοκλή, αυτό τον τόπο που δίδαξε σ όλο τον κόσμο την Δημοκρατία και τις ανθρώπινες αξίες, αυτό τον τόπο που το απέραντο γαλάζιο, το έκαναν γκρίζο, αυτό τον τόπο εσύ τον αφήνεις να ξεπουλιέται, γιατί αντί όπως όφειλες να κυνηγάς αυτούς που τον ξεπουλούν, κυνηγάς εμάς που προσπαθούμε να τον προστατέψουμε.

Ο Θεός να σε συγχωρέσει γιε μου, μπαμπά, αδελφέ, θειε, ανιψιέ, γαμπρέ, κουνιάδε, παλιέ συμμαθητή, φιλέ ΜΑΤΑΤΖΗ. Μη ζητήσεις να σε συγχωρέσω εγώ. Εγώ σε λυπάμαι. Δεν λυπάμαι αυτούς που δεν βλέπουν τη λύση. Λυπάμαι αυτούς που δεν μπορούν να δουν το πρόβλημα. Κι εσύ είσαι απ αυτούς.

 

Υ.Γ. Μην μπεις στον κόπο να μου απαντήσεις. Μπες όμως στον κόπο να διαβάσεις και να σκεφτείς αυτά που σου είπα, κι αν έχω λάθος, ο Θεός να συγχωρέσει εμένα.

 

Ένας Μπαμπάς, ένας γιος, ένας αδελφός, ένας φίλος, ένας Έλληνας»

 

 

 

 

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ