Ο Άγιος Βασίλης στο πατάρι

Ο Άγιος Βασίλης στο πατάρι

 

Γράφει ο Παναγιώτης Τουμάσης

 

 

«Σούλααα, τη σόδα! Φέρε μου τη σόδα, σε παρακαλώ»!…

 

Καμιά απόκριση… Μπα; Έφυγε πάλι η Σούλα; Πάνω που τελειώσαμε το χριστουγεννιάτικο γεύμα μας και ξεπόρτισε; Πού τη χάνεις πού τη βρίσκεις, έχει καταντήσει δυσεύρετη πια – σαν λεωφορείο…

 

Περιμένεις, να πούμε, από το μεσημέρι στη στάση το 27, «Πειραιεύς – Δροσιά»* (φόρος τιμής στα παλιά λεωφορεία), και περνάει το βραδάκι!

 

Ουφ, παράφαγα, κοντεύω να σκάσω. Τι φοβερή σούπα ήταν αυτή; Μπουκιά και συχώριο! Λίγη σόδα τώρα θα μού έκανε καλό. Αλλά, πού την βάζει τη σόδα η αθεόφοβη; Αυτή είναι ικανή να βάλει τη σόδα μέχρι και στο πατάρι! Θα γυρίσει γρήγορα; Μήπως απλά κατέβασε τα σκουπίδια κι έρχεται;

 

Η πείρα μου, μού έλεγε να μην ψάξω… Αλλά η ανάγκη με ανάγκασε να ψάξω. Καταρχάς, στα ντουλάπια πάνω από τον νεροχύτη· στη συνέχεια, στα συρτάρια κάτω από τον νεροχύτη και, τέλος, στην πιατοθήκη δεξιόθεν του νεροχύτη. Τζίφος, όμως… Σόδα γιοκ. Άνοιξε η γη και την κατάπιε.

 

Σαν τη Σούλα, καλή ώρα…

 

Κι εγώ που ήθελα να την πάρω στην αγκαλίτσα μου, να ξαπλώσουμε στο κρεβατάκι μας, να χωνέψουμε μαζί τη γαλοπούλα μας, σιγά-σιγά… Κρίμα… Παντρέψου γυναίκα να δεις καλό! Τέλος πάντων… Τι έψαχνα; Α! Τη σόδα… Βρε, λες να την έχει κρύψει στο πατάρι; Δεν ανεβαίνω να δω;

 

Περισσότερο για πλάκα, παρά πως πίστευα ότι εκεί πάνω μπορούσε να βρίσκεται ένα τόσο δα μικρό κουτάκι σόδα, σκαρφάλωσα στην σκάλα κι άνοιξα τον σύρτη του παταριού. Και, ω, τι βλέπω!… Έναν ολόκληρο άνθρωπο βλέπω!… Ζωντανό, βεβαίως-βεβαίως. Αλλά δεμένο πιστάγκωνα και φιμωμένο!… Και, το κυριότερο όλων, ΜΕ ΤΑ ΣΩΒΡΑΚΑ!!!

 

«Μαμάαα!», αναφώνησα. «Δεν ντρέπεστε λίγο»;

«Μανχχχ, μφχχχ, βγλλλλμουουου τφιμτροοοο», απάντησε αυτός…

 

Τον φορτώθηκα με δυσκολία στην πλάτη μου και τον τράβηξα μέσα. Γκουχ-γκουχ… Σκόνες με κατασκόνισαν – αυτό το πατάρι, πανάθεμά το, μοιάζει κυριολεκτικά με αλευρόμυλο του μυλωνά – και όπως τον κουβαλούσα στον καναπέ στο σαλόνι, πρόσεξα την ολόλευκη γενειάδα του (διότι μού γαργαλούσε το πρόσωπο)…

 

Καλέ, σαν Άγιος Βασίλης είναι τούτος!

 

«Τττ… φμμμτρρρροοοο», έσκουζε στο μεταξύ…

«Α, το φίμωτρο»!!! Έκανα σαν όψιμα να το ανακαλύπτω… «Καλά ντε! Πώς κάνετε έτσι; Ορίστε, σάς βγάζω το φίμωτρο»…

«Αχ, ουχ, σ’ ευχαριστώ, κύριέ μου», ξεφύσησε με ανακούφιση αυτός… (Ακόμα και η φωνή του, με του Άη Βασίλη μοιάζει).

«Ποιος είστε»; Τον ρώτησα.

«Τι “ποιος είμαι”; Δεν με γνωρίζεις; Ο Άη Βασίλης είμαι»! (Θίχτηκε κιόλας).

«Με τα σώβρακα»;

«Έτσι με κατάντησε η γυναίκα σου»!

«Η Σούλα»;

«Ώστε, “Σούλα” λέγεται; Για στάσου να τής κάνω μήνυση»… Έβγαλε ένα καρνέ (του 2013) και σημείωσε τ’ όνομά της. «Επώνυμο ξέρετε»;

«Μιζερή», τον πληροφόρησα πρόθυμα.

«Του…;».

«Μήτσου»…

«Δη-μη-τρί-ου», σημείωσε…

 

Επιδιώκοντας να δείξω στον Άγιο Βασίλη τον καλό μου χαρακτήρα, έτρεξα στην κουζίνα και τού έφτιαξα μια κούπα τσάι ζεστό!

 

«Φέρε μου και μια θερμοφόρα», ζήτησε…

«Γιατί»; Απόρησα.

«Κάνει πολύ κρύο εδώ μέσα. Δεν ανάβετε τα καλοριφέρ»;

«Μπα… Πού λεφτά για πετρέλαιο; Με μια ηλεκτρική σόμπα τα βολεύουμε, αλλά ακρίβυνε το ρεύμα και ούτε αυτήν την παρα-χρησιμοποιούμε… Πιείτε το τσάι σας και θα ζεσταθείτε»…

«Φρρρ», ρούφηξε μια ρουφηξιά…

 

Αποφάσισα ότι ήταν ώρα να μπω στο παρασύνθημα… Έπρεπε κι εγώ να μάθω τι συνέβη, πώς η Σούλα προέβη στην απονενοημένη ενέργεια να δέσει κοτζάμ άγιο – και να τον φιμώσει κιόλας! Κάποιος σοβαρός λόγος θα υπήρχε…

 

«Τι συνέβη, Άγιε μου Βασίλη; Γιατί η γυναίκα μου ανέδρασε έτσι»;

«Δεν ξέρω! Ρώτα την»!…

«Κατεβαίνατε από την καμινάδα»;

«Έχεις καμινάδα»; Γούρλωσε τα μάτια του. «Εγώ δεν βρήκα καμινάδα και κατέβαινα από το πατάρι… Αλλά, επειδή ήταν κλεισμένο από την μέσα μεριά, χτύπησα στην γυναίκα σας για να μού ανοίξει»!…

«Και σάς άνοιξε»;

«Ναι, που να μη μού άνοιγεεε»…

«Μάς φέρνατε δώρα»; (Η διήγησή του με είχε συνεπάρει).

«Μόνο σε σένα έφερνα δώρο. Την ξέρω τι φώκια είναι αυτή και ΔΕΝ τής έφερνα. Έφερνα σε σένα μιαν ωραία κούκλα-μπιμπελό»…

 

Πω, πω! Το αγαπημένο μου δώρο είναι αυτές οι κούκλες-μπιμπελό. Από μικρός τις λατρεύω… Η καρδιά μου σπαρτάρησε αυτοστιγμής…

 

«Καλέ μου Άγιε, σε ευχαριστώ θερμά για τη χειρονομία σου… Αλήθεια, τι κούκλα ήταν; Απεικόνιζε κάτι»;

«Εεε, μάλιστα… Όλοι εσείς οι άντρες, τα ίδια με ρωτάτε… Ε, λοιπόν, απεικόνιζε κάτι. Την Τσιτσιολίνα. Την γνωστή Ιταλίδα πρωτοστάρ»…

«“Πορνοστάρ”, μάλλον θέλατε να πείτε», τον διόρθωσα.

«Αμάν-αμάν! Διέπραξα τέτοιο λάθος; Για “πρωτοστάρ” την νόμιζα… Ήμαρτον, Κύριε»…

«Δεν πειράζει», τον καθησύχασα. «Εγώ την θέλω»…

«Αμ δε! Την πήρε η κυρά σου και πάει να την αλλάξει»…

«Όχι»!…

«Ναι. Γι’ αυτό έκλεψε και την στολή μου, για να προσποιηθεί στον μαγαζάτορα ότι είμαι εγώ»!…

«Πλαστοπροσωπία, δηλαδή»;

«Θα πάει “μέσα”! Η αίθουσα vip των φυλακών, την περιμένει»…

 

Τοκ-τοκ-τοκ (η πόρτα). Κάποιος βροντάει την πόρτα!… Λέτε να επέστρεψε η Σούλα από το μαγαζί; Άλλαξε, άραγε, την κούκλα; Μήπως την γέλασαν στην αλλαγή; Τοκ-τοκ-τοκ (ξανά η πόρτα επίμονα). «Θ’ ανοίξεις ή να πάω εγώ;», μούγκρισε ενοχλημένος ο Άη Βασίλης.

Άνοιξα και, τσουπ, η Σούλα ολόχαρη μπούκαρε μέσα…

 

«Χο, χο, χο!… Είμαι ο Άγιος Βασίλης», είπε η Σούλα.

«Μπα»; Κάγχασα. «Αν είσαι εσύ ο Άγιος Βασίλης, ΑΥΤΟΣ ποιος είναι»; Και έδειξα με το δάχτυλό μου τον πραγματικό Άγιο…

«Αυτός είναι ένας μαστροπός, διαφθείρει τους συζύγους μας και, ήδη, τού έχω υποβάλει μήνυση στο Α.Τ. της γειτονιάς μας»!!!

 

Ο πραγματικός Άγιος Βασίλης δάγκωσε τα νύχια του από την τρομάρα!…

 

«Επίσης, τζουτζούκο μου», συνέχισε με αυτοπεποίθηση η Σούλα, «σού προσφέρω ως δώρο Χριστουγέννων, αυτές τις υπέροχες ανδρικές κάλτσες από πολυεστέρα»!…

«Από πολυεστέρα;», κλαψούρισα. «Αράπη μου, νομίζω σε “ρίξανε”»…

«Κι εγώ τους “έριξα”», απάντησε απτόητη η γυναικάρα μου. «Με περάσανε για κανονικό Άγιο Βασίλη»…

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ