Γιώργος Τσούνης: Η συγκίνηση στον αέρα – «Οι γονείς μου δεν είχαν χρήματα αλλά αγάπη»

Ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Γιώργος Τσούνης, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του στον αέρα του “Ενώπιος Ενωπίω“, μιλώντας για τις ρίζες του και τον αγώνα που έδωσαν οι παππούδες και οι γονείς του για να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή στην Αμερική.

«Είμαι 54 χρονών και εδώ γεννήθηκαν οι γονείς μου, εδώ είναι οι ρίζες μου. Εδώ έχω οικογένεια, από εδώ ήρθαμε. Πάντοτε θα είναι “σπίτι για εμένα”. Η γυναίκα μου είναι από τα δικά μας μέρη, από την ορεινή Ναύπακτο. Τα ελληνικά της Όλγας είναι καλύτερα από τα δικά μου. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν στην Ελλάδα. Κάθε καλοκαίρι τα έφερνα εδώ. Είχαν πάντοτε ένα πόδι στην Αμερική κι ένα στην Ελλάδα» δήλωσε ο κ. Τσούνης.

«Όλα αυτά τα χρόνια η μάνα μου ήθελε τα καλοκαίρια να τα περνάμε στο χωριό. Δεν ήξερα κάτι άλλο. Από το αεροδρόμιο απευθείας στο χωριό. Όταν γύρισα στην Αμερική πήγα στην εκκλησία και με ρωτούσαν οι φίλοι “από που πήρες αυτό ωραίο το χρώμα;” Λέω “στη θάλασσα”. Πέρασα τα καλύτερα καλοκαίρια στον Πλάτανο Ναυπακτίας. Τον πρώτο χρόνο που πήγα ήταν το ’75 και δεν θα το ξεχάσω γιατί έμαθα πώς μεγάλωσαν οι γονείς μου. Η γιαγιά μου πέθανε το ’67 και έκλεισαν το σπίτι» πρόσθεσε.

«Γύρισα με τη μάνα μου και την αδελφή μου το ’75, το σπίτι ήταν κλειστό, για 8 χρόνια. Δεν είχε νερό και από πίσω από την καλύβα ήταν η τουαλέτα. Έμαθα τη φτώχεια που μεγάλωσαν οι γονείς μου, όμως, η μάνα μου μού είπε ότι δεν είχαν πολλά χρήματα αλλά είχαν αγάπη και ήταν χαρούμενοι. Έχω περάσει τα πιο όμορφα καλοκαίρια. Έχω ακόμα φίλους από το ’75. Ο Κώστας Έξαρχος, ο Δημήτρης Σομπασάκος. Μέχρι σήμερα, που πηγαίνω στον Πλάτανο, πηγαίνουμε μαζί και θα στο πω, το καλύτερο μπιφτέκι θα το φας στον Πλάτανο. Ο πατέρας μου πήγε στην Αμερική το ’53 και η μάνα μου το ’61, εγώ γεννήθηκα το ’67. Γεννήθηκα στην Αμερική. Μιλούσαμε ελληνικά στο σπίτι και όταν ήμουν τεσσάρων ετών και πήγα στο σχολείο, δεν ήξερα να μιλήσω αγγλικά. Ήταν δύσκολα στην αρχή» περιέγραψε.

«Η Αγία Παρασκευή, η εκκλησία μας έχει ένα ελληνικό σχολείο. Εκεί έμαθα να χορεύω. Πήγαινα Δευτέρα με Παρασκευή να μάθω τα αγγλικά και Σάββατο πήγαινα σε ελληνικό σχολείο και την Κυριακή πήγαινα στην εκκλησία. Θυμάμαι, είπα στη μάνα μου, δεν μπορώ να κάτσω μια μέρα να κοιμηθώ λίγο παραπάνω και μου απάντησε “ότι μια μέρα θα με ευγνωμονείς που έμαθες ελληνικά. Τότε δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν, αλλά όταν γίνεις πατέρας το καταλαβαίνεις. Η Αμερική είχε ευκαιρίες. Αν ήθελες να δουλέψεις είχε ευκαιρίες. Ο πατέρας μου πήγε στην Αμερική προκειμένου να μπει στο Πανεπιστήμιο. Ωστόσο, η μάνα του ήταν άρρωστη και έπρεπε να δουλέψει. Ο πατέρας μου δούλεψε πολύ σκληρά. Από ένα καφενείο άνοιξε εστιατόριο και στη συνέχεια επεκτάθηκε» συμπλήρωσε.

«Ο πατέρας μου δεν ήξερε τι θα πει “πατέρας”. Ο παππούς μου έστειλε τη γιαγιά μου και τρία μικρά παιδιά στο χωριό και δούλευε στην Αμερική και έστελνε χρήματα. Μετά τον παγκόσμιο πόλεμο δεν είχε δώσει σημεία ζωής και έμαθαν το ’44 ότι ο παππούς πέθανε. Από αυτό το συμβάν και μετά, η γιαγιά μου αρρώστησε. Ο πατέρας μου ήταν 12 χρονών, ο πατέρας του πέθανε, η μάνα του ήταν άρρωστη και ήταν ο θείος ο Σομπασάκος που βοήθησε αρκετά. Μου είχε πει ο πατέρας μου, πως αν δεν ήταν ο θείος του, δεν θα τα είχαν βγάλει πέρα» τόνισε ο κ. Τσούνης φανερά συγκινημένος.

Exit mobile version