Η συνέντευξη του Προκόπη Παυλόπουλου στην αιγυπτιακή εφημερίδα “Al Ahram”

Τον σταθεροποιητικό ρόλο της Αιγύπτου στην ευρύτερη περιοχή και τη βεβαιότητα ότι η επίσκεψη του Αιγύπτιου ομολόγου του στην Αθήνα, θα εμπεδώσει τη σύσφιξη των διμερών σχέσεων, εξέφρασε σε συνέντευξή του στη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία αιγυπτιακή εφημερίδα, Al-Ahram, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος.

Διαβάστε αναλυτικά τη συνέντευξη του Προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου στην «AL-AHRAM» και στον δημοσιογράφο κ. Μωχάμεντ Αλάμ.

I. Εξοχότατε κ. Πρόεδρε, έχετε συναντηθεί στο παρελθόν με τον Πρόεδρο Abdel-Fattah El-Sissi. Τι σημασία έχει για σας η επικείμενη συνάντηση; Πώς βλέπετε το μέλλον των σχέσεων μεταξύ των δύο Χωρών κατά την προσεχή περίοδο;

Αποκόμισα –και συγκρατώ πάντοτε- τις καλύτερες εντυπώσεις από την συνάντησή μου με τον Πρόεδρο Abdel-Fattah El-Sissi, στις 23 Απριλίου του 2015 στο Κάιρο. Πρόκειται για έναν Ηγέτη, ο οποίος εξασφαλίζει την σταθερότητα και την προοπτική της Χώρας του, της Αιγύπτου, αλλά και την σταθερότητα στην ευρύτερη –ιδιαίτερα ευαίσθητη ιδίως στις μέρες μας- περιοχή, και όχι μόνον. Δοθέντος ότι ο σταθεροποιητικός ρόλος της Αιγύπτου επεκτείνεται, με ευεργετικές επιπτώσεις διεθνώς, και στον ευρύτερο Αφρικανικό χώρο. Η επικείμενη συνάντησή μας, κατά την επίσκεψη του Προέδρου κ. El-Sissi στην Αθήνα, είμαι βέβαιος ότι θα ενισχύσει το εξαιρετικό μεταξύ μας κλίμα της 23ης Απριλίου 2015 στο Κάιρο.  Κυρίως όμως θα εμπεδώσει την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, κάτι το οποίο θα έχει πολύ ευνοϊκές συνέπειες και για τις δύο Χώρες σε πολλούς τομείς. Με κυριότερους τους τομείς της ενίσχυσης της γεωστρατηγικής σημασίας των δύο Χωρών μας, της ασφάλειας και της οικονομίας. Αυτή η εξέλιξη είναι απολύτως φυσιολογική, αν αναλογισθεί κανείς ότι επισφραγίζει κι επεκτείνει στον χρόνο την 40 αιώνων φιλία και συνεργασία του Ελληνικού και του Αιγυπτιακού Λαού.

II. Ο Αιγυπτιακός Λαός εκτιμά ιδιαίτερα την γενικότερη υποστηρικτική  στάση της Ελλάδας προς την  Αίγυπτο, καθώς και την υποστήριξή σας προς την Αίγυπτο για την αντιμετώπιση της Τρομοκρατίας.  Πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε πάνω στη βάση αυτή, στον τομέα των διμερών σχέσεων και ειδικότερα όσον αφορά τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών, που εξακολουθεί να είναι μικρότερος του αναμενόμενου;

Η υποστηρικτική αυτή στάση είναι αυτονόητη και, άρα, αναμενόμενη, με βάση την ιστορία αλλά και την προοπτική της Αιγύπτου.  Ως προς τις διμερείς μας οικονομικές κι εμπορικές σχέσεις, πιστεύω ότι υπάρχει εκτεταμένο πεδίο περαιτέρω εντυπωσιακής προόδου. Από τον χώρο της αμοιβαίας ανταλλαγής προϊόντων του πρωτογενούς τομέα ως τον χώρο των επενδύσεων.

Η Ελλάδα είναι ανοικτή σ’ αιγυπτιακές επενδύσεις, όπως είναι αποδεδειγμένο πως και οι Έλληνες επενδυτές ήδη δραστηριοποιούνται ενεργώς στην Αίγυπτο, και είναι έτοιμοι να επενδύσουν περισσότερο, εφόσον θελήσει να συμβάλει, βεβαίως πάντοτε στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας και του σεβασμού των αρχών του υγιούς και ανόθευτου ανταγωνισμού, προς τούτο καταλλήλως –και είμαι βέβαιος πως θα το πράξει- ο αιγυπτιακός κρατικός μηχανισμός.

Επίσης, τεράστιες ανοίγονται οι δυνατότητες συνεργασίας Ελλάδας και Αιγύπτου στον ενεργειακό τομέα, με βασικό άξονα το φυσικό αέριο, όταν μάλιστα υπάρχει αυτό το εξαιρετικό κλίμα μεταξύ των δύο Χωρών –στις οποίες προστίθεται βεβαίως και η Κυπριακή Δημοκρατία- ως προς την εποικοδομητική και αμοιβαίως επωφελή οριοθέτηση των αντίστοιχων ΑΟΖ, με βάση την εξυπηρέτηση του κοινού μας συμφέροντος υπό το φως του σεβασμού των κανόνων του συνόλου του διεθνούς δικαίου, γραπτού κι εθιμικού.

III. Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθούν να έχουν λανθασμένες εκτιμήσεις για τα θέματα που αφορούν την πολιτική κατάσταση στην Αίγυπτο. Θα μπορούσε να διαδραματίσει κάποιο ρόλο η Ελλάδα, ως σημαντική ευρωπαϊκή πύλη μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Μεσογείου, για να διορθώσει αυτή την εικόνα και να συμβάλει στη διευκρίνιση της πραγματικής κατάστασης στην Αίγυπτο, ειδικότερα στον τομέα καταπολέμησης της Τρομοκρατίας;

Η Ελλάδα, δι’ εμού, του Πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα και πολλών Υπουργών, ιδίως δε του Υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Πάνου Καμμένου, έχει αναγνωρίσει και αναγνωρίζει πάντοτε –ως οφείλει άλλωστε, αφού αυτό καταδεικνύει η πραγματικότητα- την τεράστια σημασία και συμβολή της Αιγύπτου, στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Ιδίως δε της απεχθούς τρομοκρατίας των τζιχαντιστών που, όπως αποδεικνύει η δράση τους –η άφατη τραγωδία του Παρισιού είναι ο πιο πρόσφατος αψευδής μάρτυρας- διαπράττουν πολλαπλά και κατά συρροήν εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας. Οφείλω δε εδώ να τονίσω ότι η υπεύθυνη στάση της Αιγύπτου και του Προέδρου κ. El-Sissi διευκολύνει την έγκυρη τεκμηρίωση της άποψης, ότι ο εγκληματικός φονταμενταλισμός των τζιχαντιστών τρομοκρατών στρέφεται, σε τελική ανάλυση, και εναντίον της ισλαμικής θρησκείας, αφού παραβιάζει βασικές αρχές του Ισλάμ, όπως αυτές προκύπτουν από το ίδιο το Κοράνι. Για τον λόγο αυτόν οι τζιχαντιστές τρομοκράτες είναι, κατ’ αποτέλεσμα, και εχθροί του Ισλάμ, αφού κατατείνουν στην ηθική και πολιτική του κατεδάφιση.

IV. Στην Αίγυπτο δραστηριοποιούνται σήμερα διακόσιες περίπου ελληνικές εταιρείες, ένας πολύ μικρός αριθμός. Το ίδιο ισχύει και για τον αριθμό των αιγυπτιακών εταιρειών που λειτουργούν στην Ελλάδα. Ποια είναι τα αίτια κατά την άποψή σας; Υπάρχουν εμπόδια που παρακωλύουν την αύξηση των επενδύσεων μεταξύ των δύο χωρών; Ποιά είναι κατά την άποψή σας τα μέσα για την αντιμετώπισή τους;

Στο ερώτημα αυτό απάντησα ήδη.  Γι’ αυτό και δεν θα επιμείνω περισσότερο.  Απλώς θέλω να προσθέσω τούτο, εν είδει συμπλήρωσης:  Το οικονομικό κι επενδυτικό κλίμα μεταξύ των δύο Χωρών επιβάλλει αφενός καλύτερη ενημέρωση ως προς τις ευκαιρίες που έχει ο αντίστοιχος ιδιωτικός τομέας προκειμένου να επενδύσει στην Ελλάδα και την Αίγυπτο. Και, αφετέρου, παράκαμψη στείρων γραφειοκρατικών διατυπώσεων, οι οποίες, από την φύση τους, εμποδίζουν την ελεύθερη ανάπτυξη της νόμιμης οικονομικής κι επενδυτικής δραστηριότητας.

V. Η Ελλάδα γεωγραφικά είναι από τις πλησιέστερες προς την Αίγυπτο χώρες της Ευρώπης. Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί αυτή τη γεωγραφική εγγύτητα στη συνεργασία της με την Αίγυπτο, στο επίπεδο των μεγάλων εθνικών έργων, ιδίως εκείνων που συνδέονται με τους λιμένες της Μεσογείου, όπως τα έργα της νέας Διώρυγας του Σουέζ και του Ανατολικού Λιμένα του Port Said;

Πριν απ’ όλα, οφείλω ν’ αναγνωρίσω το μεγαλείο του Αιγυπτιακού Κράτους και του Αιγυπτιακού Λαού, αλλά και την προσωπική συμβολή του Προέδρου κ. El-Sissi, ως προς την κατασκευή της νέας Διώρυγας του Σουέζ.  Η αρτιότητα και η ταχύτητα της κατασκευής της είναι αψευδής μάρτυρας των τεράστιων δυνατοτήτων της Αιγύπτου σήμερα.  Κατά τα λοιπά, η Ελλάδα είναι έτοιμη να διαδραματίσει τον ρόλο της γέφυρας, πάντα σε οικονομικό επίπεδο, ως προς την επέκταση των ευεργετικών οικονομικών επιπτώσεων της νέας Διώρυγας του Σουέζ και του Ανατολικού Λιμένα του Port Said δυτικότερα, κυρίως δε προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Και μ’ αυτόν τον τρόπο η Αίγυπτος έρχεται πιο κοντά προς την Δύση και την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Κατά την γνώμη μου, αυτό δίνει στην Αίγυπτο μεγάλες προοπτικές για το μέλλον της και την προοπτική της, ενώ εμπεδώνει και τον γενικότερο σταθεροποιητικό της ρόλο, στον οποίο ήδη αναφέρθηκα εκτενώς.

VI. Μέχρι ποιο βαθμό θα εξελιχθεί η συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου στον τομέα  εξερεύνησης κοιτασμάτων πετρελαίου και αερίου στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη του γιγάντιου κοιτάσματος “Zohr”; Ποιά μπορεί να είναι η μορφή αυτής της συνεργασίας, υπό το πρίσμα των βλέψεων και των ανταγωνισμών για τον πλούτο της περιοχής;

Η συνεργασία αυτή αρχίζει από την αγαστή συνεργασία Ελλάδας, Αιγύπτου και Κύπρου ως προς την οριοθέτηση των αντίστοιχων ΑΟΖ, με βάση το σύνολο του διεθνούς δικαίου, όπως ήδη επεσήμανα.  Αυτή η Τριμερής Συνεργασία είναι υπόδειγμα ειρηνικής και δημιουργικής συνύπαρξης και συνεργασίας διεθνώς.  Ιδίως δε υπόδειγμα προς την γειτονική προς την Ελλάδα και την Κύπρο Τουρκία, η οποία πολλά μπορεί να διδαχθεί –και για το δικό της οικονομικό, και όχι μόνον, συμφέρον- από αυτήν την υποδειγματική συνεργασία Ελλάδας, Αιγύπτου και Κύπρου.  Στην οποίαν, οφείλω να προσθέσω, για να είμαι δίκαιος και ακριβής με την διεθνή πραγματικότητα, την απολύτως υπεύθυνη στάση και του Ισραήλ. 

Αυτή η συνεργασία πρέπει να συνεχισθεί, μετά την οριοθέτηση των αντίστοιχων ΑΟΖ, και σ’ επίπεδο εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων, είτε πρόκειται για κοιτάσματα φυσικού αερίου είτε πρόκειται για κοιτάσματα πετρελαίου, ανάλογα με την πρόοδο των ερευνών. 

Φυσικά μια τέτοια συνεργασία προϋποθέτει τον πλήρη σεβασμό των οικονομικών ωφελειών κάθε χώρας, ανάλογα με το τι αποδίδει η εκμετάλλευση των αντίστοιχων ΑΟΖ. Εννοούμε δε την συνεργασία αυτή αποκλειστικώς στην βάση του σεβασμού του συνόλου του διεθνούς δικαίου, της καλής γειτονίας και της αμοιβαίας συμβολής μας στην ανάπτυξη και την ευημερία των δύο Χωρών μας και, φυσικά, στην ανάπτυξη κι ευημερία της Κύπρου.

VII. Η Ελλάδα είχε μια πικρή εμπειρία με την οικονομική κρίση. Ωστόσο, κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση αυτή. Έχετε κάποιες συμβουλές να απευθύνετε στο θέμα αυτό, για την αιγυπτιακή οικονομία, η οποία επίσης προσπαθεί να ανακτήσει από μια ταραχώδη περίοδο;

Στην ερώτησή σας αυτή θ’ απαντήσω σύμφωνα με όσα με δίδαξε ο πολιτικός μου μέντορας, Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Πολιτική με συμβουλές δεν γίνεται». Άλλωστε η Αίγυπτος ξέρει ποιο είναι το συμφέρον της και πώς μπορεί να το υπερασπισθεί.  Περιορίζομαι λοιπόν να μοιρασθώ απλώς τις εξής σκέψεις μου, απολύτως ειλικρινείς, με τον φίλο Αιγυπτιακό Λαό και με τον Φίλο μου, Πρόεδρο κ. El-Sissi:  Οφείλουμε να διευκολύνουμε την ελεύθερη οικονομία της αγοράς και να ενισχύσουμε την ιδιωτική πρωτοβουλία.  Πάντοτε όμως μέσα στα όρια της νομιμότητας, που το κράτος προσδιορίζει με βάση το δημόσιο συμφέρον.  Και, κυρίως, δεν πρέπει να θυσιάσουμε την κοινωνική συνοχή στον βωμό επίτευξης στείρων οικονομικών στόχων.  Η κοινωνική συνοχή, και η δίδυμη αδελφή της, η Κοινωνική Δικαιοσύνη, είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες μπορεί να θεμελιωθεί ένα Κράτος Δικαίου, ικανό να εγγυηθεί το μέλλον του Λαού της Αιγύπτου.  Όσοι πιστεύουν ότι η Κοινωνική Δικαιοσύνη και το Κράτος Δικαίου δεν συμβιβάζονται με την οικονομική πρόοδο είναι είτε αφελείς είτε ιδιοτελείς.  

VIII. Αναφερόμενοι στην κατάσταση αστάθειας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής  Μεσογείου, ποια η άποψή σας για τη Συριακή κρίση; Συμφωνείτε για μια μεταβατική πολιτική λύση που θα περιλαμβάνει την παραμονή του Άσαντ; Θεωρείτε αναγκαία την αποχώρηση του Άσαντ, άποψη που υιοθετείται από την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της;

Η άποψή μου συνίσταται στο εξής:  Ο πόλεμος στην Συρία πρέπει να τερματισθεί, το συντομότερο δυνατό.  Διότι αυτός ο πόλεμος είναι η κυριότερη αιτία που επιτρέπει στους εγκληματίες τζιχαντιστές να δυναμιτίζουν την ειρήνη στην περιοχή και να διαπράττουν εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας, όπως ήδη τόνισα.  Και έχω επισημάνει ότι ο τερματισμός του πολέμου στην Συρία είναι θέμα πρωτίστως της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Διότι ενώ για άλλους είναι ζήτημα γεωπολιτικής στρατηγικής, για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι θέμα υπεράσπισης της συνοχής της και των αξιών της, δεδομένου ότι ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός στηρίζεται –όπως και άλλοι βεβαίως Πολιτισμοί- στον Ανθρωπισμό και την εξ αυτού απορρέουσα αλληλεγγύη. 

Ως προς το μέλλον της Συρίας πρέπει να σημειώσω ότι, με βάση την πικρή εμπειρία στο Ιράκ και στην Λιβύη, όταν λαμβάνονται αποφάσεις για την τύχη ενός λαού και το δημοκρατικό του μέλλον πρέπει να γίνεται σοβαρή ανάλυση ως προς το ποιες είναι οι εναλλακτικές δυνατότητες, ύστερα από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο πτώση ενός καθεστώτος.

Το άγνωστο είναι εχθρός της λογικής, η οποία είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την χάραξη κι εφαρμογή σοβαρής εξωτερικής πολιτικής.  Και, a fortiori, το χάος είναι τοξικός εχθρός της Δημοκρατίας.  Άρα η Δύση και, πρωτίστως, η Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν το μέλλον της Συρίας με βάση την προοπτική της κοινωνικής συνοχής της και της δημοκρατικής της σταθεροποίησης το συντομότερο δυνατόν.  Μόνον έτσι, άλλωστε, θα μπορέσουν να επιστρέψουν σύντομα στις εστίες τους οι πρόσφυγες πολέμου.

IX. Οι ελληνικές ακτές και κυρίως η Λέσβος δέχθηκαν το περασμένο διάστημα μια τεράστια ροή μεταναστών, που προσπαθούν να διαφύγουν από τις περιοχές συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Πώς αντιμετωπίσατε αυτή τη δύσκολη δοκιμασία; Ποια η άποψή σας για την επίλυση αυτού του προβλήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο;

Την αντιμετωπίζουμε με τους όρους που αρμόζουν σύμφωνα με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο, ιδίως όμως σύμφωνα με τις αρχές και τις αξίες του Ελληνικού και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, που έχουν ως επίκεντρο τον Άνθρωπο.  Συγκεκριμένα δε –και αντίθετα από άλλα κράτη στην περιοχή μας- κάναμε τα πάντα και για την διάσωση των προσφύγων καθώς και για την κάθε μορφής περίθαλψή τους και για την αποφυγή εκμετάλλευσης του προσφυγικού δράματος από τους τζιχαντιστές ή και άλλους τρομοκράτες, προκειμένου οι τελευταίοι να φθάσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή αλλού.

Δυστυχώς –και δίχως βεβαίως ευθύνη της Ελλάδας- ζούμε το δράμα πνιγμών αθώων προσφύγων, και κυρίως μικρών παιδιών.  Η τραγωδία αυτή μας έχει συγκλονίσει όλους στην Ελλάδα, και πρωτίστως εμένα προσωπικώς.  Για τον λόγο αυτόν ήδη σας τόνισα ότι είναι αδιανόητο η Ευρωπαϊκή Ένωση να ολιγωρήσει πλέον, έστω και στο ελάχιστο, αναφορικά με το τέλος των προσφυγικών αυτών ροών.  Για να γίνει αυτό, όπως ήδη ανέφερα, πρέπει να κοπεί η ρίζα του κακού, ήτοι ο πόλεμος στην Μέση Ανατολή και, συγκεκριμένα, στην Συρία.  Κι αυτό, το διευκρινίζω ξανά, είναι ζήτημα κατά πρώτο λόγο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Ως τότε τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουμε ν’ αντιμετωπίσουμε το προσφυγικό ζήτημα υπό όρους αλληλεγγύης και ανθρωπισμού.  Η Ελλάδα το πράττει στο ακέραιο.  Λυπούμαι δε διότι ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης –ευτυχώς λίγα ως τώρα- ακολουθούν μιαν άλλη γραμμή, με φοβικά σύνδρομα απομονωτισμού, που δεν ταιριάζουν στην ιστορία και τον πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Η στάση τους αυτή δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει δεκτή από τ’ αρμόδια Ευρωπαϊκά fora, αν μη τι άλλο γιατί προσβάλλει την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

X. Ποιά είναι η άποψή σας για τους τρόπους καταπολέμησης της Τρομοκρατίας στην Ευρώπη, ιδίως υπό το πρίσμα των επιθέσεων στο Παρίσι; Εκτιμάτε ότι θα επαναληφθούν τέτοιου είδους επιθέσεις και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες;

Ξεκινώ από το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας:  Οφείλουμε να κάνουμε τα πάντα, προκειμένου ν’ αποτρέψουμε οιαδήποτε τέτοια επίθεση αλλά και την εν γένει εγκληματική δράση των τζιχαντιστών τρομοκρατών.  Κι αυτό πρέπει να το πράξουμε από κοινού, όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα σ’ ένα πνεύμα πραγματικής και ανυπόκριτης αλληλεγγύης. 

Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο ήδη επισήμανα την σημασία της αλληλεγγύης ιδίως στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως μάλιστα μέσα σ’ αυτήν την τόσο κρίσιμη συγκυρία.  Κατά τα λοιπά, θεωρώ ότι όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης γνωρίζουν, με βάση και την εμπειρία που διαθέτουν, τι πρέπει να πράξουν για ν’ αντιμετωπίσουν αποτελεσματικώς τους εγκληματίες τρομοκράτες. 

Επομένως, δεν μπορώ να επεκταθώ περισσότερο σε προσωπικές, εκ μέρους μου, επισημάνσεις, για τις οποίες άλλωστε δεν έχω θεσμικό ρόλο και αρμοδιότητα.  Αρκούμαι μόνο στην ακόλουθη παρότρυνση:  Με βάση την Δημοκρατία μας και τον Πολιτισμό μας δεν πρέπει ν’ αφήσουμε τον φόβο ν’ απλωθεί πάνω από την Ευρώπη.  Δεν φοβόμαστε τους τρομοκράτες.  Με τους δημοκρατικούς μας θεσμούς και μ’ αιχμή του δόρατος την έννοια της Ελευθερίας θ’ αντιμετωπίσουμε και τους τρομοκράτες και την εγκληματική τους δράση.  Αυτή είναι η μεγάλη δύναμη της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και των θεσμών της.

XI. Σε ποιο σημείο βρίσκονται οι σχέσεις σας με την Τουρκία; Θεωρείτε ότι υπάρχει βελτίωση στο θέμα αυτό υπό τη σημερινή τουρκική ηγεσία και ιδίως όσον αφορά το Κυπριακό;

Πάντοτε επιδιώξαμε και επιδιώκουμε να διατηρούμε καλές σχέσεις, σχέσεις καλής  και ειρηνικής γειτονίας, με την Τουρκία.  Φυσικά υπό την απαράβατο όρο του πλήρους και ανυπόκριτου σεβασμού του συνόλου του διεθνούς δικαίου, γραπτού και εθιμικού.  Δυστυχώς, η Τουρκία δεν δείχνει ως τώρα την ίδια διάθεση. 

Εύχομαι, μετά τις τελευταίες εκλογές που έδειξαν ότι υπάρχει πλέον κυβερνητική σταθερότητα στην Τουρκία, η στάση αυτή ν’ αλλάξει.  Ιδίως μάλιστα όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση –ιδίως δε η Ελλάδα- επιθυμεί συνεργασία με την Τουρκία στον τομέα της αντιμετώπισης του τεράστιου προσφυγικού προβλήματος.  Αναφορικά με την συνεργασία αυτή πρέπει να τονίσω ότι και η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται από τον απαράβατο όρο ότι η Τουρκία θα σεβασθεί πλήρως το ευρωπαϊκό θεσμικό και πολιτικό κεκτημένο, ιδίως δε το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα του ανθρώπου.  Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση δεν είναι νοητή η προώθηση της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας.  Περαιτέρω, τα σύνορα της Ελλάδας είναι και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο.  Τα σύνορα όμως αυτά καθορίζονται κυριάρχως από την Ελλάδα, όπως κυριάρχως από την Ελλάδα προσδιορίζεται και ο τρόπος φύλαξης των συνόρων τούτων.  Η Τουρκία οφείλει να σέβεται πλήρως αυτόν τον κανόνα, πράγμα το οποίο αποκλείει την πρακτική κοινών περιπολιών με την Τουρκία, υφ’ οιανδήποτε μορφή. 

Τέλος, ως προς την λύση του Κυπριακού και στο πλαίσιο των συνομιλιών που έχουν ήδη επανεκκινήσει, η Τουρκοκυπριακή πλευρά και η Τουρκία πρέπει να κατανοήσουν ότι οιαδήποτε λύση πρέπει να σεβασθεί, μεταξύ άλλων, και το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες και ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. 

Άρα η λύση του Κυπριακού πρέπει να γίνει με όρους που δεν είναι νοητό να υπονομεύσουν την ομαλή πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός Ευρωζώνης.  Τούτο σημαίνει οπωσδήποτε λύση συμβατή με το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο. Δηλαδή λύση, η οποία διασφαλίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος κυρίαρχο στην διεθνή κοινότητα και ως κράτος που είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Όχι ένα θνησιγενές κράτος. Οποιαδήποτε λύση που θα οδηγούσε σ’ ένα θνησιγενές κράτος θα παραβίαζε και το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο.

Οι βασικές παράμετροι της επίλυσης του Κυπριακού είναι λοιπόν: 1) Ύπαρξη μιας και ενιαίας διεθνούς προσωπικότητας.  2) Ύπαρξη μιας και ενιαίας κυριαρχίας. 3) Ύπαρξη μιας και μόνον ιθαγένειας και 4) Ομοσπονδιακό κράτος. Διότι δεν νοείται συνομοσπονδιακό κράτος, ιδίως από πλευράς ευρωπαϊκού δικαίου. Πραγματικά συνομοσπονδιακό κράτος δεν μπορεί να  επιβιώσει στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Επομένως, από πλευράς ευρωπαϊκού δικαίου μόνον ένα ομοσπονδιακό κράτος θα ήταν ανεκτό, όπως π.χ. τα λοιπά ομοσπονδιακά κράτη της Ευρώπης. Και ένα ομοσπονδιακό κράτος το οποίο δημιουργείται ύστερα από επανένωση, συγκεκριμένα δε επανένωση των δύο τμημάτων. Δεν νοείται κανενός είδους επανίδρυση του Κυπριακού Κράτους.

Τέλος, ένα κράτος που θα έχει τα χαρακτηριστικά τα οποία τόνισα πριν, δεν μπορεί να έχει εποίκους, ούτε στρατεύματα κατοχής  και βεβαίως δεν είναι ανάγκη να έχει εγγυήτριες δυνάμεις. Γιατί η Κύπρος πλέον, ως ανεξάρτητο κράτος, θα εγγυάται την ανεξαρτησία της μέσω της δικής της κυριαρχίας. Αυτός είναι ο βασικός κανόνας που ισχύει για κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διαβάστε επίσης:

Παυλόπουλος: H Ελλάδα πάντοτε επιδίωκε καλές σχέσεις με την Τουρκία

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ