Σασμός: Ο Σπύρος Πετρουλάκης στο enikos.gr για την επιτυχία της σειράς και τα νέα του βήματα

Σασμός

Ο “Σασμός” είναι αδιαμφισβήτητα το πιο επιτυχημένο σίριαλ της σεζόν που διανύουμε. Από την πρώτη ημέρα προβολής του, οι τηλεθεατές αγάπησαν τους ήρωες που μας πρωτοσυστήθηκαν πρώτα στις σελίδες του ομώνυμου βιβλίου του Σπύρου Πετρουλάκη. 

Το μυθιστόρημα αυτό ήταν το έκτο κατά σειρά που εξέδωσε και μάλιστα είχε γίνει best seller. Μεταφέρθηκε στις τηλεοπτικές μας οθόνες και οι ταλαντούχοι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν “ζωντάνεψαν” μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.

Συνέντευξη στην Ευανθία Τασσοπούλου

Αυτό είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο και το έχουμε δει σχεδόν σε όλα τα βιβλία που έχουν μεταφερθεί είτε στη μικρή είτε στη μεγάλη οθόνη. Η συγγραφική τέχνη απέχει παρασάγγας από τη σεναριακή. Άλλο θέλουμε να δούμε και άλλο θέλουμε να διαβάσουμε. Έτσι, υπάρχουν αυτές οι αλλαγές. Εγώ προσωπικά είμαι πολύ ευχαριστημένος από την εξέλιξη της ιστορίας. Παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον. Το βιβλίο μου λειτούργησε όπως είναι το προζύμι… Παίρνεις ένα κομματάκι και φτιάχνεις από αυτό πολλά καρβελάκια. Έτσι λειτούργησε. Μέσα από τις ιστορίες του βιβλίου μου ξεφύτρωσαν νέες ιστορίες και χαίρομαι που έδωσα έμπνευση.

Έχω πολλά μηνύματα, γιατί ο Σασμός έχει προκαλέσει τον τηλεθεατή να πάρει το βιβλίο. Χαίρομαι γι’ αυτό γιατί αυτός που θα διαβάσει ένα νέο βιβλίο, και μιλάω για την ελληνική λογοτεχνία γενικά και όχι μόνο για τα δικά μου βιβλία, είναι κέρδος για τη λογοτεχνία, έστω και ένας νέος αναγνώστης να έρθει. Είναι σημαντικό κέρδος για όλους εμάς που μοχθούμε και παλεύουμε με τις λέξεις και προσπαθούμε να πάμε ένα βήμα παρακάτω τη νέα ελληνική λογοτεχνία.

Αυτό που παρατηρώ και μου αρέσει είναι ότι όσοι έχουν διαβάσει το βιβλίο περιμένουν με αγωνία να δουν την εξέλιξη της ιστορίας, γιατί δεν είναι έτσι ακριβώς όπως την έχουν διαβάσει. Όσοι έχουν δει το σίριαλ, θέλουν να δουν πώς έχω εξελίξει εγώ τους ήρωες και τις ιστορίες. Οπότε υπάρχει ένα παιχνίδι που το απολαμβάνει και το αναγνωστικό και το τηλεοπτικό κοινό.

Εγώ δεν παρακολουθούσα τηλεόραση, οπότε με τα νούμερα τηλεθέασης και τις μετρήσεις δεν είχα καμία εικόνα και ούτε με ενδιέφερε ποτέ. Δεν είχα αυτή την αγωνία, όπως θα είχε ο σκηνοθέτης, ο παραγωγός, το κανάλι… Εμένα η αγωνία μου ήταν να βγει κάτι ποιοτικό, κάτι καλό, και να το ευχαριστηθεί ο κόσμος.

Από τη στιγμή που άρχισαν να καταφτάνουν τα πρώτα ονόματα, δηλαδή πρώτα έμαθα για τη Μαρία Πρωτόπαπα, μετά για τον Λάλο, τον Ήμελλο, τη Μαρία Τζομπανάκη και τον Ορφέα, και άρχισαν να κλείνουν αυτοί οι ηθοποιοί λέω  εδώ κάτι καλό πάει να γίνει». Νομίζω πως η επιτυχία ήταν προδιαγεγραμμένη με βάση τα ονόματα, καθώς η πρώτη ύλη ήταν καλή μέσα από το βιβλίο και όπως εξελίχθηκε με τους σεναριογράφους. Το περίμενα ότι θα έχει επιτυχία, αλλά όχι ότι θα γίνει τέτοια ταύτιση του κόσμου με τον Σασμό.

Η Μαρία είναι μια εξαιρετική ηθοποιός, δεν το αμφισβητεί κανείς αυτό. Πιστεύω ότι ο ρόλος της καπετάνισσας θα είναι μια σφραγίδα στην καριέρα της. Όπως πιστεύω και σε άλλους ηθοποιούς που παίζουν στον Σασμό. Αλλά, η Μαρία ήταν αυτό που λέμε ο κατάλληλος άνθρωπος στον κατάλληλο ρόλο. Έχει προσθέσει και το δικό της κομμάτι, γιατί το ταπεραμέντο και η προσωπικότητά της κατά κάποιον τρόπο το επιβάλλουν. Οι σεναριογράφοι ακούν τη Μαρία γιατί είναι η ψυχή της Κρήτης.

Η Μαρία Τζομπανάκη με τον Δημήτρη Λάλο

Δεν ήταν η ιστορία καμίας βεντέτας. Απλά επειδή έγραφα βιβλία, η κοπέλα μου που είναι ο κινητήριος άξονάς μου –με σπρώχνει στη συγγραφή– μου έλεγε συνέχεια ότι εσύ που είσαι Κρητικός πρέπει να γράψεις ένα βιβλίο για την Κρήτη, για βεντέτα, για κάτι. Εγώ δεν ήθελα να ασχοληθώ με βεντέτες, δεν με ενδιέφερε το θέμα γιατί και στην οικογένειά μου υπήρχε παλιά μια βεντέτα αλλά και γιατί έχουν δει πάρα πολλά τα μάτια μου. Ήταν αποκρουστικό για μένα το θέμα της βεντέτας.

Ώσπου σκέφτηκα γιατί να μη γράψω για τον σασμό, που δεν γνωρίζει κανένας; Όλοι ξέρουν για τη βεντέτα αλλά δεν ξέρουν τι γίνεται, πώς τελειώνει μια βεντέτα. Ασχολήθηκα με αυτό το θέμα και όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο μου καταλαβαίνει ότι δεν αναφέρει καμία βεντέτα, απλώς τον τρόπο που γίνεται ο σασμός και πώς στήνεται και πώς κλείνει. Για εμένα ήταν ένα σημαντικό στοίχημα να πετύχω να κάνω τον σασμό βιβλίο, γιατί δεν περίμενα ότι θα γίνει σίριαλ, αλλά ότι αυτοί οι αναγνώστες που έχω θα μάθαιναν εκτός από μια καινούρια λέξη και μια καινούρια έννοια.

Στο επόμενο βιβλίο μου με τίτλο Κατά Ιωάννη επιστρέφω στην Κρήτη, αυτή τη φορά στα Χανιά, αλλά πάω βαθιά πίσω στον χρόνο, στην εποχή του 1920 με 1924, την εποχή που υπήρχαν ακόμα οι Μουσουλμάνοι στην Κρήτη. Ήταν οι λεγόμενοι Τουρκοκρητικοί. Βρισκόμαστε λίγο πριν από την ανταλλαγή πληθυσμού και κατά τη διάρκειά της, όταν έφυγαν οι άνθρωποι αυτοί και πήγαν σε έναν τόπο όπου ήταν ξένοι, όπως έφυγαν και οι δικοί μας από τα παράλια και ήρθαν στην Ελλάδα και ένιωθαν ξένοι.

Πάω σε αυτή την περίοδο και περιγράφω την ιστορία του Ιωάννη, ενός νεαρού ταλαντούχου αγιογράφου. Θεωρώ ότι αν ο κόσμος αγαπήσει την ιστορία αυτή όσο την αγάπησα εγώ, θα κρατάει στα χέρια του κάτι που θα τον ενθουσιάσει.

Υπάρχουν στιγμές που χρειάζομαι την απομόνωση και υπάρχουν στιγμές που μπορεί να είμαστε επτά άτομα μέσα στο σπίτι και εγώ να γράφω χωρίς να με επηρεάζει τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Δεν θεωρώ ότι είναι μοναχική η δουλειά αυτή, ίσα ίσα που τη μοιράζομαι με την κοπέλα μου και μπορώ να γράψω κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Το έχω δοκιμάσει και δουλεύει. Έχω γράψει και στην παραλία, ενώ οι άλλοι κάνουν μπάνιο και εγώ κάθομαι με το λάπτοπ και γράφω. Έχω γράψει σε αεροπλάνο, σε καράβι, στο μετρό, όπου μπορείτε να φανταστείτε.

(γελάει) Έχουν γίνει κάποιες προτάσεις, συζητήσεις και συμφωνίες για κάποια βιβλία μου και σύντομα θα έχουμε νέα και εξελίξεις για όμορφα πράγματα που έρχονται.

** Το πολυαναμενόμενο νέο βιβλίο του συγγραφέα των 250.000 αντίτυπων Σπύρου Πετρουλάκη πρόκειται να κυκλοφορήσει στις 4 Απριλίου από τις εκδόσεις Μίνωας. Πρόκειται για ένα ανατρεπτικό μυθιστόρημα, με τη γνωστή δυναμική πένα του, που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς.

Το θέμα του βιβλίου:

Στην Ιερά Μονή της Παναγιάς Ακρωτηριανής ο συντηρητής έργων τέχνης Σταύρος Βεγράκης ανακαλύπτει μια αριστουργηματική και συνάμα «βλάσφημη» εικόνα, που κανείς δεν θα περίμενε να βρίσκεται σ’ ένα μοναστήρι. Ποιος είναι, άραγε, ο άγνωστος δημιουργός της, του οποίου την τέχνη χαρακτηρίζει ένας γνήσιος και απαράμιλλος ρεαλισμός, και κυρίως πώς έφτασε να ακολουθήσει μια τόσο τολμηρή τεχνική στις αγιογραφίες του;

Σε ένα ταξίδι του στη Σμύρνη ο Βεγράκης θα βρει την άκρη της ιστορίας σε ένα εντελώς απρόσμενο μέρος. Επιστρέφοντας στα Χανιά, θα του αποκαλυφθεί μια τραγική ιστορία, βαθιά θαμμένη στη μνήμη της πόλης.

Χανιά, 1900-1922:
Μια μάνα ψαλιδίζει με άκαρδο πείσμα τις φτερούγες που πάνε να φυ¬τρώσουν στις πλάτες του παιδιού της. Ξεφεύγοντας για λίγο από το υγρό υπόγειο, τη φυλακή του, ο Ιωάννης, ένας «ατελής» άνθρωπος, πασχίζει να φτάσει στην τελειότητα. Ο νεαρός ζωγράφος τολμά το αδιανόητο, αδιαφορώντας για το τίμημα. Βλασφημία ή ωδή στον έρω¬τα είναι η δημιουργία του; Ποιος, όμως, μπορεί να κρίνει την τέχνη που πηγάζει από την αλήθεια της ψυχής;

Στη δίνη της ανασφάλειας και των τραγικών ιστορικών γεγονότων, δύο νέα παιδιά δεν διστάζουν να ερωτευτούν μέχρις εσχάτων. Έναν αιώνα μετά, η αγάπη, η ανθρώπινη αναλγησία και το φοβερό τέλος είναι αδύνατο να ξεχαστούν…

Exit mobile version