Εντίθ Πιαφ: Η ταραχώδης ζωή της θρυλικής ντίβας – O άγνωστος Έλληνας σύζυγός της – Ο έρωτας για τον “Τάκη” της -ΒΙΝΤΕΟ

Επιμέλεια: Ελένη Καραμήτσου

Η μεγάλη ερμηνευτική της ευαισθησία και η βαθιά, δραματική φωνή της την ανέδειξαν ως την αντιπροσωπευτικότερη ερμηνεύτρια της γαλλικής “chanson intime”. Η Εντίθ Πιαφ, η θρυλική βεντέτα του γαλλικού τραγουδιού, το “σπουργιτάκι”, όπως την αποκαλούσαν, πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 1963, από κίρρωση. Ο σύζυγός της, ο Έλληνας Θεοφάνης Λαμπουκάς μετέφερε την ίδια μέρα τη σορό της στη “δική της πόλη”, το Παρίσι. Ο τάφος της βρίσκεται στο Κοιμητήριο Περ Λασαίζ. Έφυγε έπειτα από μία ζωή που σε τίποτα δεν θύμιζε τριαντάφυλλο (La vie en rose) αλλά τουλάχιστον δεν μετάνιωσε ποτέ για οτιδήποτε (Non, je ne regrette rien). Ήταν μια γυναίκα που έζησε τα πάντα στα άκρα, αγάπησε πολύ, ερωτεύτηκε παράφορα και τραγούδησε όπως καμία άλλη με μία φωνή που αγγίζει τα τρίσβαθα της ψυχής.

Η ζωή της είναι μυθιστορηματική όπως και ο τρόπος που αναδείχθηκε ως η μεγαλύτερη βεντέτα της γαλλικής μουσικής.

Βιογραφικά στοιχεία: Η αρχή της καριέρας τηςΓεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1915. Το πραγματικό της όνομα ήταν Εντίθ Τζοβάνα Γκασιόν. Ο πατέρας της, Λουί Αλφόνς Γκασιόν, ήταν ακροβάτης του δρόμου και η μητέρα της, Ανιτά Μεγιάρ, ήταν λυρική τραγουδίστρια, γνωστή με το ψευδώνυμο Line Marsa, η οποία λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή της την εγκατέλειψε. Η Εντίθ πέρασε τα πρώτα χρόνια δίπλα στη γιαγιά της. Το 1917 ο πατέρας της, που εργαζόταν ως ακροβάτης στο τσίρκο Ciotti, την πήγε στη δική του μητέρα, η οποία ζούσε στο Μπερνέ της Νορμανδίας και ήταν ιδιοκτήτρια ενός οίκου ανοχής. Το 1919 η Εντίθ αρρώστησε από κάποια πάθηση στον εγκέφαλο και τυφλώθηκε, ενώ δύο χρόνια μετά θεραπεύτηκε χωρίς τη βοήθεια γιατρού και η όρασή της επανήλθε. Ήταν επτά ετών όταν ο πατέρας της άρχισε να την παίρνει μαζί του στις περιοδείες που έκανε με το τσίρκο και γύρισε μαζί του όλη τη Γαλλία. Στα εννιά της η Εντίθ άρχισε να τραγουδάει στους δρόμους.

Αν και ο πατέρας της ήθελε να την κάνει ακροβάτη, αντιλήφθηκε πως η κόρη του είχε “όλο το ταλέντο στον λαιμό και καθόλου στο κορμί”, σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Η Εντίθ γύρω στα 15, αφού ανακάλυψε τη θαυμάσια φωνή της, εγκατέλειψε τον πατέρα της για να ζήσει στο Παρίσι, τραγουδώντας στους δρόμους. Στα 17 της συνάντησε τον Λουί Ντυπόν. Έπειτα από έναν χρόνο, στις 11/2/1933, απέκτησαν ένα κοριτσάκι, τη Μαρσέλ, που όμως πέθανε από μηνιγγίτιδα στα δύο της χρόνια. Η Πιαφ συνέχισε να τραγουδά στους δρόμους της Πιγκάλ, όπου και γνώρισε τον Λουί Λεπλέ, διευθυντή του πιο κομψού παρισινού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία. Αυτός ήταν που τη βάφτισε “Môme Piaf”, δηλαδή μικρό σπουργίτι, και μαγεμένος από τη φωνή της, υπέγραψε συμβόλαιο μαζί της.

Το 1935 κυκλοφόρησε και τον πρώτο της δίσκο. Λίγο αργότερα όμως ο μέντοράς της Λεπλέ δολοφονήθηκε και η ίδια κατηγορήθηκε πως γνώριζε τον δολοφόνο αλλά δεν τον κατέδωσε. Αν και αθωώθηκε με τη βοήθεια ενός νέου συντρόφου, του τραγουδοποιού Ρεμόν Ασό, που ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, έφυγε για να ζήσει στην επαρχία αλλά επέστρεψε στο Παρίσι το 1937. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και τη γερμανική κατοχή, έδωσε συναυλίες για αιχμαλώτους πολέμου. Εισήγαγε πλαστές άδειες εργασίας στα κέντρα κράτησης αιχμαλώτων και βοήθησε πολλούς Γάλλους φαντάρους να δραπετεύσουν. Γύρω στα 23 της ήταν πια μια μεγάλη προσωπικότητα και γύρισε την πρώτη της ταινία.

Οι έρωτες και η κατάθλιψη

Από τότε συνέχισε μια πετυχημένη καριέρα και έκανε μια έντονη ζωή, δίπλα σε αρκετούς συντρόφους. Στα 30 της ερωτεύτηκε τον Υβ Μοντάν και ανέλαβε να προωθήσει την καριέρα του. Στο τέλος του 1945, έγραψε η ίδια την τεράστια επιτυχία της “La vie en rose”, που ωστόσο στην αρχή δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Στη διάρκεια της λαμπερής καριέρας της έγραψε περίπου 80 τραγούδια. Γνώρισε μεγάλες δόξες και στη Νέα Υόρκη, όπου ερωτεύτηκε τον “βασιλιά” του μποξ, Μαρσέλ Σερντάν και έζησαν ένα από τα πιο φημισμένα ρομάντσα της εποχής.

Ο ξαφνικός θάνατος του Σερντάν σε αεροπορικό δυστύχημα, το 1949, βύθισε την Πιαφ σε κατάθλιψη, που ποτέ δεν ξεπέρασε πραγματικά. Το 1951 είχε δύο σοβαρά τροχαία, ενώ μετά το δεύτερο οι γιατροί της παρείχαν για καιρό μορφίνη, στην οποία εθίστηκε. Ενώ η κατάσταση της υγείας της ήταν πολύ κακή, η Πιαφ άρχισε να αναμιγνύει το αλκοόλ με τη μορφίνη επιβαρύνοντας την υγεία της.

Το 1952, παντρεμένη με τον τραγουδιστή Ζακ Πιλ, στην πεντηκοστή τουρνέ της στην Αμερική, σε κάποια ρεσιτάλ της συνοδευόταν στο πιάνο από τον νεαρό τότε Ζιλμπέρ Μπεκώ. Εκείνη την εποχή ακολουθούσε πολλές θεραπείες αποτοξίνωσης, αλλά πλέον οι ουσίες την έχουν καταβάλει. Παρ’ όλα αυτά κάνει εξαιρετικές ηχογραφήσεις. Τα επόμενα δύο χρόνια έμενε κλεισμένη σπίτι της σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, αλλά αναθάρρησε με την εκπληκτική εμφάνισή της στο θέατρο Ολυμπιά το 1955. Έναν χρόνο μετά χώρισε με τον Πιλ ενώ ακολούθησε νέα περιοδεία στην Αμερική. Πλέον είχε γίνει μία παγκοσμίου κύρους καλλιτέχνις.

Το 1958 έζησε ακόμη μία έντονη σχέση δίπλα στον νεότερο τραγουδιστή και συνθέτη Ζωρζ Μουστακί, ο οποίος το 1959 συνέθεσε γι’ αυτήν το τραγούδι “Milord” που κυκλοφόρησε το 1960 και λίγο αργότερα γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Άλλο ένα σοβαρό τροχαίο την αποδυνάμωσε περισσότερο. Λίγους μήνες μετά κατέρρευσε κατά τη διάρκεια συναυλίας της σε κατάμεστη αίθουσα της Νέας Υόρκης. Σε συναυλία στη Στοκχόλμη, στο τέλος της δεκαετίας του 1950, κατέρρευσε πάλι πάνω στη σκηνή και η διάγνωση των γιατρών ήταν καρκίνος.

Η Πιάφ δεν πτοείται και συνεχίζει να εμφανίζεται κάνοντας περιοδείες όπως και πριν, συνοδευόμενη όμως από μια νοσοκόμα που της χορηγεί μορφίνη για τους πόνους. Το 1960 τραγούδησε με επιτυχία το «Non, Je Ne Regrette Rien» του Σαρλ Ντυμόν και συνέχισε να θριαμβεύει τραγουδώντας, παρ’ ότι συχνά τρεκλίζει και παραπατά στη σκηνή.

Το καλοκαίρι του 1961, γνώρισε τον κατά 20 χρόνια νεότερό της, τελευταίο της έρωτα, τον Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, που τον βάπτισε «Τεό Σαγαπό» και τον παντρεύτηκε τον Οκτώβριο του 1962. Εκείνη ήταν 46 χρονών και αυτός 26. Εκείνο το καλοκαίρι έλαβε επίσης το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας Charles Cros για το σύνολο της καριέρας της.

Η Πιαφ έφυγε φτωχή, αφήνοντας στον τελευταίο σύζυγό της πολλά χρέη και μία τεράστια ιστορία. Μαζί με την καριέρα της ως τραγουδίστρια (ηχογράφησε πάνω από 200 τραγούδια) βοηθούσε και στην προώθηση νεαρών ταλέντων στη μουσική σκηνή της εποχής εκείνης. Είχε μεταξύ άλλων μεγάλη συμμετοχή στην προώθηση καλλιτεχνών, όπως Σαρλ Αζναβούρ, Ζιλμπέρ Μπεκώ, Έντι Κονσταντέν, Υβ Μοντάν, Ζωρζ Μουστακί, Ζακ Πιλ κλπ.

Ο έρωτάς της για τον “Τάκη της”

Και μπορεί να λέμε ότι η Εντιθ Πιαφ δεν μετάνιωσε ποτέ για κάτι αλλά μάλλον έφυγε με ένα απωθημένο και αυτό δεν είναι άλλο από τον ανεκπλήρωτο έρωτά της για τον Δημήτρη Χορν. Για χάρη του ήταν έτοιμη να τα παρατήσει όλα. Η ανακάλυψη στην Αθήνα μίας τετρασέλιδης επιστολής προς τον άνδρα που θα γινόταν ο διασημότερος ηθοποιός της Ελλάδας, ρίχνει νέο φως στη γεμάτη δράμα ζωή της. Σε ένα ιδιόχειρο σημείωμα το 1946, η Πιαφ που τότε ήταν 31 ετών στο απόγειο της δόξας της, διακηρύσσει την αιώνια αγάπη της για τον “Τάκη μου”, γράφει ο Guardian. Tην εποχή της γνωριμίας τους στο θέατρο Κοτοπούλη μετά τη συναυλία της Πιαφ, ο Χορν ήταν ήδη παντρεμένος με τη Ρίτα Φιλίππου και έτσι ο έρωτας της Γαλλίδας ντίβας έμεινε ανεκπλήρωτος αν και αρχικά προσπάθησε να τον διεκδικήσει. Φέρεται πως του έστελνε ερωτικές επιστολές. Μία από αυτές, που όπως φαίνεται από την ημερομηνία της, γράφηκε τον ίδιο μήνα που η Πιαφ γνώρισε τον Χορν, ήρθε στη δημοσιότητα και δημοπρατήθηκε το 2008 σε ξενοδοχείο των Αθηνών όπου πουλήθηκε για 1.500 ευρώ.

«Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν, Τάκη, μη μου ραγίζεις την καρδιά! Θα ήθελα να ζήσω πολύ κοντά σου. Νομίζω πως θα μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένο και επίσης πιστεύω ότι σε καταλαβαίνω πολύ καλά. Ξέρω πως είναι ικανή να τα παρατήσω όλα για εσένα”. Επίσης, βρέθηκε ένα τηλεγράφημα με χρονολογία περίπου δύο μήνες μετά όπου η Πιαφ του έγραφε: “Αν μπορείς γράψε μου στο όνομα κυρία Μπιγκάρ, στην οδό Μπερί 26. Μην βάλεις το όνομά μου στη διεύθυνση”. Ωστόσο, λίγο καιρό μετά, η Πιαφ γνώρισε τον Μαρσέλ Σερντάν και φέρεται πως ανάμεσα στους πολλούς εραστές της, αυτός ήταν ο μεγαλύτερος έρωτάς της.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ