Τα μέλη του SPD «εγκρίνουν» τον κυβερνητικό συνασπισμό

Τα μέλη του SPD «εγκρίνουν» τον κυβερνητικό συνασπισμό

 

Το σύμφωνο συνασπισμού που συνήφθη με την Άνγκελα Μέρκελ “θα βελτιώσει σημαντικά τη ζωή των ανθρώπων”, λέει ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, αρχηγός του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), σε μια αίθουσα γεμάτη με μέλη του SPD στο Μπάουναταλ, στην κεντρική Γερμανία.

Εδώ και σχεδόν μια εβδομάδα, αυτός ο 54χρονος πρώην δάσκαλος πηγαίνει σε όλη τη χώρα για να πείσει τα μέλη του κόμματος, που δείχνουν μερικές φορές απρόθυμα, να αποδεχθούν τη συμφωνία που συνήψε στις 27 Νοεμβρίου για να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση μαζί με τους συντηρητικούς (CDU/CSU) της καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ.

Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ μπορεί να καυχάται ότι πέτυχε μείζονες παραχωρήσεις, όπως τη θέσπιση ενός γενικού κατώτατου μισθού -για πρώτη φορά στη Γερμανία- και μια βελτίωση των συντάξεων. Όμως πρέπει ακόμη να επιτύχει την έγκριση της συμφωνίας για το συνασπισμό από “τη βάση” του κόμματος, την οποία επέλεξε να συναντήσει χθες, Τρίτη, το βράδυ στο Μπάουναταλ, μια πόλη 28.000 κατοίκων που αποτελεί προπύργιο του SPD, κοντά στο Κάσελ.

Οι ειδικοί περιμένουν ότι θα υπάρξει μια μεγάλη νίκη του “ναι”.

Από την Παρασκευή και ως τις 12 Δεκεμβρίου, τα περίπου 470.000 μέλη του SPD θα αποφανθούν, με επιστολική ψήφο, για τη συμμαχία με την πολιτικό που υπήρξε η κύρια αντίπαλός τους στην προεκλογική εκστρατεία για τις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου.

Το αποτέλεσμα αναμένεται να δημοσιοποιηθεί στις 14 Δεκεμβρίου, τρεις ημέρες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία είναι προγραμματισμένη η εκλογή της Άνγκελας Μέρκελ από τους βουλευτές της Μπούντεσταγκ για μια τρίτη τετραετή θητεία ως καγκελαρίου.

Η προοπτική να κυβερνήσουν και πάλι με τους συντηρητικούς δεν προκαλεί κανέναν ενθουσιασμό στους κόλπους του SPD, καθώς το κόμμα είναι ακόμη “τραυματισμένο” από την κληρονομιά των μεταρρυθμίσεων του κράτους πρόνοιας που πραγματοποιήθηκαν πριν από δέκα χρόνια από τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος κηλίδωσε την “κοινωνική” δημόσια εικόνα του κόμματος.

Εξ ου και η επιχείρηση πειθούς που πραγματοποιείται από την ηγεσία του κόμματος, το οποίο έχει προβλέψει να πραγματοποιηθούν ως το τέλος της διαβούλευσης 32 περιφερειακές διασκέψεις όπως αυτή του Μπάουναταλ.

“Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία για να βελτιώσει λίγο τη ζωή των ανθρώπων”, τόνισε ο Γκάμπριελ απαριθμώντας στο ακροατήριό του τα σημεία που κέρδισε το SPD στο σύμφωνο συνασπισμού: θέσπιση ενός γενικού κατώτατου μισθού 8,50 ευρώ την ώρα, σύνταξη στα 63 χρόνια (αντί για τα 67) γι’ αυτούς που έχουν κρατήσεις επί 45 χρόνια, δυνατότητα διπλής υπηκοότητας για τα παιδιά ξένων γονιών που γεννιούνται στη Γερμανία…

“Ασφαλώς η κυρία Μέρκελ δεν μεταμορφώθηκε σε σοσιαλδημοκράτισσα και εμείς δεν καταφέραμε να βάλουμε στη συμφωνία όλο το προεκλογικό πρόγραμμά μας”, παραδέχθηκε.

Όμως, για τον Φρανκ Ντέκερ, πολιτειολόγο του Πανεπιστημίου της Βόννης, το SPD “έκανε καλή διαπραγμάτευση, αν σκεφτεί κανείς το φτωχό αποτέλεσμά του (25%) στις βουλευτικές εκλογές”. “Συζήτησαν ως ίσοι προς ίσους με τους συντηρητικούς”, προσθέτει ο Ούλριχ φον Άλεμαν, πολιτειολόγος του Πανεπιστημίου του Ντίσελντορφ.

Φοβούμενα μια αρνητική αντίδραση των μελών του SPD, τα κόμματα του συνασπισμού αποφάσισαν να μην κάνουν γνωστή τη σύνθεση της μελλοντικής κυβέρνησης μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα της διαβούλευσης.

Είναι ήδη γνωστό πως το SPD θα αναλάβει έξι υπουργεία, έναντι εννέα των συντηρητικών.

Σύμφωνα με διάφορες δημοσκοπήσεις, μια μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του SPD επιθυμεί τα μέλη του κόμματος να εγκρίνουν το “μεγάλο συνασπισμό”.

“Είμαι θεμελιωδώς εναντίον της κυρίας Μέρκελ, όμως η λογική με σπρώχνει να ψηφίσω ναι, διότι διαφορετικά θα υπάρξουν νέες εκλογές και αυτό δεν θα ήταν καλό” για το SPD, λέει ο Ράινχολντ Ντέμπους, συνταξιούχος κοινωνικός λειτουργός, ο οποίος ήρθε να ακούσει τον Γκάμπριελ στο Μπάουναταλ.

Σύμφωνα με τον Ντέκερ, “σχηματίζεται μια συμμαχία της λογικής υπέρ του ναι”. Και ο ίδιος πιστεύει πως το απαραίτητο ποσοστό συμμετοχής του 20% θα επιτευχθεί χωρίς πρόβλημα. “Η ψηφοφορία διεξάγεται δι’ αλληλογραφίας”, υπογραμμίζει και απορρίπτει το ενδεχόμενο να υπάρξει μια πολύ μεγάλη αποχή.

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ