Δίδυμα Πλεονάσματα και η Διεύρυνση της Παραγωγικής Βάσης

Εθνικό Σχέδιο για την Aνάπτυξη και την Aνασυγκρότηση:

 Δίδυμα Πλεονάσματα και η Διεύρυνση της Παραγωγικής Βάσης

 

Γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Σχίζας, Λέκτορας Εφαρμοσμένων Ποσοτικών Χρηματοοικονομικών και Οικονομετρίας

Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών που οδήγησε στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων ολοκλήρωσε την πρώτη φάση προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας. Οι δομικές αλλαγές που θεσμοθετήθηκαν κατά την διάρκεια της προσαρμογής, αποτελούν την απαρχή για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, οδηγώντας στην πραγματική ανάπτυξη που είναι η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης. Η διεύρυνση που θα μετατρέψει τα “δίδυμα” από ελλείμματα σε πλεονάσματα.

Ωστόσο, η προσαρμογή αυτή, είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να υποφέρει από 6-ετή βαθιά ύφεση που οδήγησε στην πλήρη απαξίωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος, τόσο από εγχώριους όσο και από ξένους επενδυτές, όπως καταδεικνύει η πτώση των επενδύσεων από το 24% του ΑΕΠ το 2007, στο 11% του ΑΕΠ το 2013.

Το εθνικό σχέδιο για την ανάπτυξη και τη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης θα πρέπει να στηριχθεί στην αύξηση της ρευστότητας, την αλλαγή φιλοσοφίας ως προς την αντιμετώπιση της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, την αύξηση της κατανάλωσης και την ενίσχυση των κλάδων με ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, των κλάδων δηλαδή, όπου υπάρχει παραγωγική δραστηριότητα αλλά δεν είναι εγχώρια.

Η ρευστότητα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αναπτυξιακής μετεξέλιξης της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο όπου ο τραπεζικός κλάδος κλυδωνίζεται από την έλλειψη καταθέσεων και αλλαγών στο διεθνές θεσμικό πλαίσιο εποπτείας, αντικατοπτρίζοντας την τάση αυτή στους ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης. Οι αποταμιεύσεις των ελληνικών νοικοκυριών, όπου αποτελούν παραδοσιακό εργαλείο ανάπτυξης, βαίνουν μειούμενες, αφήνοντας ως βασική πηγή αύξησης της ρευστότητας την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων. Η προσέλκυση των ιδιωτικών επενδύσεων, θα πρέπει να επικεντρωθεί, κυρίως, σε νέες επενδύσεις κεφαλαιουχικού εξοπλισμού όπου μέσω συνεργειών θα δημιουργήσουν υψηλή προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία. Πρόσθετη πηγή αύξησης της ρευστότητας αποτελεί η μείωση των φορολογικών συντελεστών. Εναλλακτικά στην μείωση των φορολογικών βαρών, θα μπορούσαν να αυξηθούν, κατά το ισόποσο οι δημόσιες δαπάνες, ωστόσο η οικονομική αποτελεσματικότητα είναι εκ διαμέτρου αντίθετη, επιτρέποντας στην περίπτωση της μείωσης των φόρων, στον καθένα να αξιοποιήσει το επιπλέον διαθέσιμο εισόδημα βάση των προσωπικών-ιδιωτικών κινήτρων.

Η αλλαγή φιλοσοφίας και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ως προς την επιχειρηματικότητα και την αντιμετώπιση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας αποτελεί κομβικό σημείο, και περνάει μέσα από ένα σύγχρονο εξωστρεφές κράτος, με αποτελεσματικό δημόσιο τομέα που δεν θα είναι φοβικός και καχύποπτος απέναντι στην οικονομική ελευθερία και την επιχειρηματικότητα, το οποίο θα προσελκύει ιδιωτικές επενδύσεις. Διεθνείς μελέτες έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ της αύξησης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, όταν η δημόσια διοίκηση στέκεται αρωγός απέναντι σε ένα φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, που αναβαθμίζει τα κοινωνικά και παραγωγικά πρότυπα της χώρας.

Τρίτο πυλώνα της ανάπτυξης αποτελεί η ενίσχυση της εγχώριας κατανάλωσης. Η ενίσχυση της κατανάλωσης δεν σημαίνει επανάληψη των λαθών του παρελθόντος όπου η αναπτυξιακή δομή της ελληνικής οικονομίας στηρίχτηκε αποκλειστικά στην αύξηση της κατανάλωσης, φτάνοντας στο υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης εντός των 28 χωρών. Η αύξηση της κατανάλωσης, κυρίως του ιδιωτικού τομέα, στην φάση της ανασυγκρότησης σημαίνει ευκαιρίες ανάπτυξης, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, μέχρι να ολοκληρωθεί η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, σε τομείς όπου απαιτείται σημαντικό χρονικό διάστημα από τον σχεδιασμό μίας επένδυσης μέχρι την έναρξη της παραγωγής. Παράλληλα, με την κατανάλωση, η στεγαστική αγορά πρέπει να αποτελέσει τομέα ανάσχεσης της ανεργίας και ενίσχυσης της ανάπτυξης. Διεθνείς μελέτες στις ΗΠΑ, απέδειξαν ότι η ανεργία υποχώρησε σημαντικά και η οικονομική δραστηριότητα ξεπέρασε τη μεγαλύτερη χρηματοοικονομική κρίση στην ιστορία της, όταν ξεκίνησε η ανάκαμψη στη στεγαστική αγορά. Η αξία των νέων κατοικιών το 2007 ξεπερνούσε τα 27 δις ευρώ, ενώ το 2013 ήταν μόλις 4,1 δις ευρώ, αποτελώντας τη μικρότερη αξία από την είσοδο της χώρας στο ευρώ. Γίνεται αντιληπτή η προστιθέμενη αξία που θα προκύψει για την ελληνική οικονομία, από τη μερική ανάκαμψη της στεγαστικής αγοράς.

Ο τέταρτος πυλώνας περιλαμβάνει την επικέντρωση του νέου αναπτυξιακού μοντέλου τόσο μέσω του ΕΣΠΑ όσο και στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, στους κλάδους όπου το εμπορικό ισοζύγιο είναι αρνητικό με σκοπό την αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το εξωτερικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων, όπου παρά τις επιδοτήσεις των τελευταίων ετών, παραμένει ελλειμματικό, κατά €2 δις, με την ανταγωνιστικότητα στον αγροτικό τομέα να έχει επιδεινωθεί σημαντικά. Η ανωτέρω στρατηγική βοηθάει στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης με υψηλές πιθανότητες επιτυχίας, καθώς η ελληνική οικονομία θα εστιάσει σε προϊόντα και υπηρεσίες για τα οποία η ζήτηση είναι υπαρκτή και θα αντικατασταθούν από την εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα. Με συμφωνημένο το πρωτογενές αποτέλεσμα μέχρι και το 2018, κάθε ευρώ που βελτιώνει το εμπορικό ισοζύγιο βελτιώνει ισόποσα την ρευστότητα στην ελληνική αγορά, σηματοδοτώντας την βαρύτητα που αποκτά η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου.

Συνοψίζοντας, η νέα στρατηγική για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση θα πρέπει να έρθει μέσα από την ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας, με θεσμική ενίσχυση του κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού που θα στηρίζει την επιχειρηματικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ