Στουρνάρας: Το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης πιο φιλόδοξο από αυτό που είχε συμφωνηθεί με τους θεσμούς

“Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ανακάμπτει, παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Οι δείκτες οικονομικού κλίματος και προσδοκιών έχουν βελτιωθεί σημαντικά και υποδηλώνουν συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής” τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στη Βουλή στο πλαίσιο παρουσίασης της Ενδιάμεσης Έκθεσης Νομισματικής Πολιτικής με θέμα “Εξελίξεις και Προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας”.

Μεταξύ άλλων, ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι “η υιοθέτηση και η πρόθεση ταχείας υλοποίησης του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων από την κυβέρνηση, με τίτλο «Η Ελλάδα μπροστά», το οποίο είναι πολύ πιο φιλόδοξο και συνεκτικό από τις μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, αμβλύνει προηγούμενους κινδύνους που συνδέονταν με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και το ενδεχόμενο ακύρωσής τους. Η αποφασιστική και γρήγορη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων όπως η αποτελεσματικότερη λειτουργία του δημόσιου τομέα και η μείωση της γραφειοκρατίας, η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, η διευθέτηση των δικαιωμάτων χρήσης γης, η ριζική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα βοηθήσουν να αντισταθμιστούν οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας”.

Σχετικά με τα κόκκινα δάνεια ο κ. Στουρνάρας είπε ότι, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2019 σε 71,2 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 10,6 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 36 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ το εννεάμηνο του 2019 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις και διαγραφές.

Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Σεπτέμβριο του 2019 σε υψηλό επίπεδο (42,1%). Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ο δείκτης ΜΕΔ διαμορφώθηκε σε 43,0% για το στεγαστικό, 49,7% για το καταναλωτικό και 40,4% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Όσον αφορά την κάλυψη των ΜΕΔ από συσσωρευμένες προβλέψεις, ο σχετικός δείκτης ανήλθε σε 44,1%. Τα προβλήματα των ΜΕΔ και της αδύναμης οργανικής κερδοφορίας εμφανίζονται ακόμη εντονότερα στις μη συστημικές τράπεζες.

Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιλέγεται η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και σπανιότερα της μείωσης του επιτοκίου και του διαχωρισμού του υπολοίπου οφειλής. Υψηλό παραμένει πάντως το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Επίσης, προβληματίζει το γεγονός ότι, παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν περιορισμένες. Ως αποτέλεσμα, παρατηρούνται ακόμη καθαρές ροές νέων ΜΕΔ.

Όσον αφορά στους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, η στόχευση είναι ο δείκτης ΜΕΔ να έχει διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021. Η εφαρμογή του σχεδίου “Ηρακλής”, το οποίο έχει καταρτίσει η κυβέρνηση, θα συμβάλει ουσιαστικά στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του ποσοστού αυτού. Το εν λόγω σχέδιο αναμένεται, σε επόμενο στάδιο, και αφού ο Ηρακλής έχει αρχίσει να παράγει αποτελέσματα να πλαισιωθεί από την εφαρμογή και άλλων μέτρων ολιστικής προσέγγισης, όπως αυτά που έχει προτείνει στο πρόσφατο παρελθόν η Τράπεζα της Ελλάδος. Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτός από το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αντιμετωπίζει και το ζήτημα που προκύπτει από τη σημερινή κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών, με την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) να αποτελεί δυσανάλογα μεγάλο μέρος των συνολικών κεφαλαίων.

Αποφασιστικές και ολιστικές λύσεις στα προβλήματα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της ποιότητας των κεφαλαίων τους θα καταστήσουν τις τράπεζες περισσότερο επενδύσιμες απ’ ό,τι είναι τώρα και θα τους επιτρέψουν να στρέψουν την προσοχή και τους πόρους τους σε σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα, στην αναζήτηση νέων επικερδών αναπτυξιακών ευκαιριών και δραστηριοτήτων, στις νέες ψηφιακές και άλλες σύγχρονες τεχνολογίες και, πάνω απ’ όλα, στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Σημαντική θετική επίδραση στην ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος αναμένεται να έχει και η ενιαιοποίηση του πλαισίου αφερεγγυότητας και πτώχευσης που επεξεργάζεται η κυβέρνηση και αναμένεται να εφαρμοστεί μέσα στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.

Οι προβλέψεις για επιτάχυνση της ανάπτυξης

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2019 εκτιμάται ότι ήταν 2,2%, ενώ προβλέπεται ότι θα επιταχυνθεί σε 2,5% τόσο για το 2020 όσο και για το 2021. Η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται θετική καθ’ όλη την περίοδο της πρόβλεψης. Εντούτοις, η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι θα αυξηθεί με σχετικά ήπιους ρυθμούς, καθώς τα νοικοκυριά αναμένεται να χρησιμοποιήσουν μέρος της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος για την αποπληρωμή χρεών, ενώ παράλληλα θα αυξηθεί και η αποταμίευση.

Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα ενισχυθούν σημαντικά φέτος και το 2021. Στην αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να συμβάλουν η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, η σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης, η επίσπευση των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων (fast track) και των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) καθώς και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Επιπλέον, θεσμικές πρωτοβουλίες, όπως η πρόσφατη ψήφιση του επενδυτικού νόμου, οι αναπτυξιακές παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2020 και η υιοθέτηση του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων με τίτλο «Η Ελλάδα μπροστά» , αναμένεται ότι θα συντείνουν στην υλοποίηση νέων, παραγωγικών επενδύσεων.

Οι εξαγωγές προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, με βραδύτερους όμως ρυθμούς, επηρεαζόμενες από τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης κυρίως το 2020, ως απόρροια της επιδείνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος. Άνοδο όμως αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές, ακολουθώντας την πορεία τόσο της εγχώριας ζήτησης όσο και των εξαγωγών, λαμβάνοντας υπόψη ότι το εισαγωγικό τους περιεχόμενο παραμένει σχετικά υψηλό στην ελληνική οικονομία.

Ο πληθωρισμός με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα το επόμενο διάστημα, κυρίως λόγω των αναμενόμενων χαμηλών διεθνών τιμών του πετρελαίου, καθώς και λόγω των μειώσεων στην έμμεση φορολογία, ενώ θα αυξηθεί ελαφρώς έως το τέλος του 2021. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να κινηθεί σε λίγο υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με εκείνα του γενικού δείκτη.

Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του κ. Στουρνάρα στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματική Πολιτικής για την ελληνική οικονομίαεδώ

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ