Ο φόρος υπεραξίας ακινήτων επιταχύνει την απαξίωση

Ο φόρος υπεραξίας ακινήτων επιταχύνει την απαξίωση

Άρθρο του Μ. Κρανίδη, Πολιτικού Μηχανικού – Αντιδημάρχου Περιβάλλοντος Χαλανδρίου…

Είναι πλέον προφανές σε όλους ότι ο σωστός σχεδιασμός, η αναπτυξιακή χροιά και η δικαιοσύνη εκλείπουν όσον αφορά στην φορολόγηση ακινήτων. Την περίοδο του μνημονίου οι κυβερνήσεις έβαλαν περισσότερους φόρους από ότι απαίτησε η τρόικα με τρανό παράδειγμα το περίφημο «χαράτσι» (ΕΕΤΗΔΕ) και τον πρόσφατο «διπλό» ενιαίο φόρο ακινήτων (ΕΝΦΙΑ). Με την αυγή του 2014 το οικονομικό επιτελείο συνέχισε να παλινωδεί εφαρμόζοντας και τον νέο φόρο υπεραξίας.

Η περίοδος και ο τρόπος εφαρμογής του νέου φόρου αναδεικνύουν την προχειρότητα και ανικανότητα όσον αφορά στην υλοποίηση μιας σοβαρής οικονομικής πολιτικής σχετικά με την αγορά ακίνητης περιουσίας. Η περίοδος εφαρμογής του παντελώς ακατάλληλη αφού στην φάση της μεγαλύτερης ύφεσης και απαξίωσης των ακινήτων δεν μπορεί να εφαρμόζεται φόρος υπεραξίας. Είναι απλά παράλογο. Για παράδειγμα μια εφαρμογή του συντελεστή υπεραξίας θα ήταν ενδεδειγμένη και δίκαια την περίοδο 2000-2007, της ταχύρυθμης αύξησης των τιμών ακινήτων.

Ο τρόπος εφαρμογής του επίσης χαρακτηρίζεται από προχειρότητα και πολλαπλά γκρίζα σημεία οδηγώντας τους συμβολαιογράφους στην πλήρη αδυναμία ολοκλήρωσης συμβολαίων σε όλη την χώρα. Αποτέλεσμα το απόλυτο πάγωμα των μεταβιβάσεων για το 2014, αυτών έστω των περιορισμένων.

Αναλυτικά, ο φόρος υπεραξίας τέθηκε στο 15% επί της διαφοράς πώλησης και κτήσης, βάσει συμβολαίων, του ακινήτου ενώ ο νέος φόρος μεταβίβασης στο 3% επί της τιμής πώλησης.

Όμως σε περιπτώσεις παλαιών ακινήτων ή περιπτώσεων ιδιοκτησίας χωρίς τίμημα όπως οι γονικές παροχές ο ανωτέρω υπολογισμός γίνεται δύσκολος και εξαιρετικά άδικος για τους εν δυνάμει πωλητές. Το οικονομικό επιτελείο ανέκρουσε πρύμνη και ετοιμάζει βελτιωτική νομοθετική παρέμβαση με εξαιρέσεις ανάλογα με το χρόνο κατοχής του ακινήτου. Η παρέμβαση είναι αναιμική χωρίς ουσιαστική αναπτυξιακή προστιθέμενη αξία.

Αλήθεια είναι ότι η εφαρμογή του μέτρου του φόρου υπεραξίας συνοδεύθηκε από την ορθή ραγδαία πτώση του πολύκροτου φόρου μεταβίβασης, όμως τελικά η συνολική επιβάρυνση της μεταβίβασης διατηρείται υψηλή, εάν όχι και υψηλότερη σε αρκετές περιπτώσεις συναλλαγών ακινήτων. Άλλωστε η μείωση του φόρου μεταβίβασης έπρεπε να είχε γίνει ήδη εδώ και πολύ καιρό όταν τα δημοσιονομικά έσοδα από τις μεταβιβάσεις ακινήτων έπεσαν ραγδαία. Όμως τα ευήκοα ώτα είναι εν’ ελλείψει στο οικονομικό επιτελείο, εδώ και καιρό.

Αδιαμφισβήτητα η ακίνητη περιουσία αντιμετωπίζεται ρηχά και επιθετικά από το οικονομικό επιτελείο, χωρίς κανένα σχέδιο ανάκαμψης, έστω και ένα που θα οδηγήσει σε βιώσιμα δημοσιονομικά έσοδα. Πλέον φορολογείται υψηλά τόσο η κατοχή της πρώτης κατοικίας ή των ξενοίκιαστων ακινήτων όσο και η δήθεν υπεραξία την εποχή της ραγδαίας απαξίωσης των ακινήτων. Το φαινόμενο μιας «τιμωριτικής» κυβερνητικής αντιμετώπισης της ιδιοκτησίας ακινήτων συνεχίζεται εντεινόμενο. Εν τέλει, το χειρότερο είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων εκατομμυρίων ιδιοκτητών ακινήτων θεωρεί ότι η «γκάφα» δεν είναι η αιτία του φαινομένου αλλά μια επιτηδευμένη «ανικανότητα».

Μάνος Κρανίδης

Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ,MSc

Δημοτικός Σύμβουλος – Αντιδήμαρχος Περιβάλλοντος Χαλανδρίου

@mkranidis (twitter)

[email protected]

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ