Στο επανιδείν!

Τα τζιτζίκια τραγουδούν και στην πόλη. Oμως τραγουδούν αλλιώς στη ζέστη του μεσημεριού στα ορεινά. Ή ίσως τραγουδούσε αλλιώς η παιδική μου ηλικία. Τότε που δεν πηγαίναμε διακοπές, αλλά παραθερίζαμε. Μισό βουνό – μισό θάλασσα, καθώς οι μαμάδες της εποχής αποφάσιζαν ό,τι απαιτεί η τάξη του κόσμου.

Μια τάξη ακόμα τότε ήπια – λίγα μόλις χρόνια μετά τους πολέμους κι ενόσω ακόμα οι άνθρωποι γεύονταν απ’ τη ζωή ό,τι πίστευαν πως τους αναλογούσε με αιδώ και σέβας – προσπαθώντας πάντα οι εργατικοί για ένα καλύτερο αύριο. Κυρίως των παιδιών τους. Καθ’ ότι τότε το «καλύτερο αύριο» υπήρχε. Ζείδωρο και τροπαιοφόρο στις προσευχές και τους αγώνες. Τα παιδιά έπρεπε «να μάθουν γράμματα», όχι τόσον για να γίνουν οτιδήποτε, αλλά «για να γίνουν άνθρωποι».

Οπως καταλαβαίνετε, θα ήθελα πολύ να παραθερίσω φέτος στην παιδική μου ηλικία, αλλά όσα κόλπα κι αν κάνω η πραγματικότητα όλων μας γύρω μας αλλά κελεύει – φεύγουν τα τελευταία χρόνια τα καλοκαίρια σαν

τα νεογέννητα χελωνάκια που σπαρταράνε πάνω στην άμμο για να φθάσουν τη μάνα θάλασσα και φθάνει ένα στα πολλά. Βαρύς ο καιρός και τα καλοκαίρια δεν του ξεφεύγουν – κάνουμε όλα τα τερτίπια που μπορούμε, «διακοπές στο σπίτι» ή «αρκεί ένα θερινό σινεμαδάκι» ή «όλοι έχουμε για ένα ουζάκι, βρ’ αδελφέ». Κι όμως πλήθυναν πολύ οι πολλοί που δεν μπορούν πια. Δεν σηκώνει άλλα τεχνάσματα η πίκρα. Μην το βάζετε

κάτω. Υπάρχουν πάντα οι άνθρωποι. Υπάρχετε εσείς οι ίδιοι και ξέρετε καλύτερα από κάθε άλλον τον τρόπο σας. Δωρίστε τον κι αυτόν. Θα λάβετε αντίδωρο. Κι αν δεν λάβετε, «δεν χάνουμε την τσόχα, ούτε τα ραφτικά» που έλεγε ο πατέρας μου.

«Ενα γέλιο θα τους θάψει» έλεγε ο αριστερίστικος Μάης του ’68 – τρίχες έλεγε, όπως για τα περισσότερα απ’ όσα είπε. Ενα γέλιο, όμως, κρατάει εμάς ζωντανούς. Ως την επόμενη μέρα. Ως το επόμενο γέλιο. Το κεφάλι ψηλά με ένα χαμόγελο είναι υπερήφανο, το κεφάλι ψηλά χωρίς αυτήν τη θεϊκή ικανότητα (του χαμόγελου) είναι υπεροπτικό.

Και ποτέ οι υπερόπτες δεν μπορούν να ταπεινώσουν τους υπερήφανους. Καλό υπόλοιπον θέρους, με τις νεράιδες και τους κενταύρους, τον ψίθυρο του ανέμου στην αγκαλιά των δένδρων και τις μαριολιές της θάλασσας. Καλό υπόλοιπον θέρους με τις ομορφιές του τόπου μας (ακόμα κι αν τις ζούμε μόνον μέσα το μυαλό μας) και τους ποιητές μας. Ραντεβού τον Σεπτέμβριο…

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ