Πέντε μικρές ιστορίες μιας σφιγμένης γροθιάς

Η είδηση ως συνήθως ξηρή, όπως όταν πρόκειται για ειδήσεις ρουτίνας: Ανεργος 47 χρονών αυτοκτόνησε δι’ απαγχονισμού στη Λαμία.

Νομίζω προ δεκαημέρου, αν και έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου, με το μυαλό μου περιπλανώμενο ανάμεσα σε συμφωνίες-γέφυρες και οδικούς χάρτες με τρία ορόσημα και δεκατρία τέρατα.

Αφησε ο άνεργος ένα φτωχό σημείωμα πίσω του, να μη σας γίνομαι βάρος, κι έφυγε. Εκδήμησε -τέτοιος Δήμος που γίναμε- και πήγε στο καλό. Ελπίζω να υπάρχει κάπου αυτό το καλό. Δεν διάβασα να μάθω το όνομά του, δεν το αντέχω άλλο κι ούτε υπολόγισα τον αύξοντα (στις αυτοκτονίες) αριθμό του. Οι αυτοκτονίες συνεχίζονται

κι ούτε γνωρίζω να σας πω και να σας «ενημερώσω» αν μετά τον συνάνθρωπό μας απ’ τη Λαμία έχει αυτοκτονήσει και κάποιος άλλος, κάπου αλλού,

ή και κάποιοι άλλοι. Διότι οι αυτοκτονίες συνεχίζονται,

όπως συνεχίζεται και η ζωή εκείνων που δεν τις λογαριάζουν.

Μου γράφει η κυρία Β.Μ.: «Εχει μέρες τώρα που πηγαίνω στη δουλειά, κάθομαι στο γραφείο μου κι αναρωτιέμαι… Πότε ήταν πιο δύσκολα, όταν οι κυρίες του συμβουλίου και η διευθύντρια πάλευαν στην κατοχή να βρουν χορηγίες πάσης φύσεως για να θρέψουν τα παιδιά του ορφανοτροφείου, ή τώρα που κοιτάζω την πραγματικότητα και αντιλαμβάνομαι ότι θα αργήσει πολύ ξανά να γεμίσει με κάποια υποτυπώδη χρηματικά ποσά ο λογαριασμός μας στην τράπεζα, ώστε να μπορέσω να πληρώσω τους εργαζόμενους, ώστε να μπορέσω να ξοφλήσω τη ΔΕΗ, το νερό, τη βενζίνη, το πετρέλαιο… Τότε, λίγο πριν τον πόλεμο, τα παιδιά του ορφανοτροφείου κρέμονταν τις Κυριακές από τα κάγκελα, ώστε να διεγείρουν το φιλάνθρωπο συναίσθημα όσων περνούσαν απ’ έξω… και μου είπε κάποιος κύριος σε μία διήγησή του (για ένα με δύο χρόνια η Μέλισσα φιλοξένησε και αγόρια)… μα κυρία Μ. εγώ δεν ήθελα ένα τσαμπί σταφύλι που μου έδωσε μία κυρία, εγώ λαχταρούσα για σοκολάτες…

Και μόνο η περιγραφή αυτή με τρομάζει… Εγώ για τα κορίτσια της μέλισσας επιθυμώ το καλύτερο… όμως φοβάμαι… πρώτη φορά φοβάμαι γιατί δεν έχω ελπίδα δυνατή εντός μου… τα χρήματά μας τέλειωσαν… τώρα; τώρα τίποτα… περιμέναμε ως μάννα εξ ουρανού την κρατική επιχορήγηση… άραγε θα έρθει; σε όσους το συζητώ μου λένε ότι είμαι ρομαντική…

σας ευχαριστώ που με ακούσατε…

καληνύχτα».

Τι να πω στην κυρία Μ.;

Λέω σε σας ότι πρόκειται για το ίδρυμα Μέλισσα στη Θεσσαλονίκη. Που ανατρέφει κοριτσάκια. Για όσους έχετε κάποιο περίσσευμα, το τηλέφωνο: 2310 341965. Και το email [email protected]/www. stegimelissa.gr. Σας είμαι ευγνώμων.

Κι αίφνης το κορίτσι απ’ την Ουκρανία πέθανε. Δούλευε «μαθητευόμενη» σε ξενοδοχείο στη Ζάκυνθο – θα μπορούσε να δουλεύει οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα, διότι παντού τα ίδια γίνονται. Εντατικοποίηση της δουλειάς-δουλείας στα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Δωδεκάωρες βάρδιες χωρίς ρεπό.

Ελληνες κι αλλοδαποί τάχα «ειδικευόμενοι», ώστε να λαμβάνουν χαμηλή αμοιβή, εργάζονται έως τελικής πτώσεως, συχνά απλήρωτοι, ευέλικτη εργασία γαρ, για ένα πιάτο φαΐ και μία στέγη, με λίγα χρήματα έναντι, με τους περισσότερους να πληρώνονται μετά το τέλος της σαιζόν, μήνες μετά, και ορισμένους να μην πληρώνονται ποτέ. Απ’ τα

πεντάστερα ως τις πανσιόν και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, η ζούγκλα της ελεύθερης εργασίας απλώνεται, τρώγοντας τους επιχειρηματίες που πάνε με τον σταυρό στο χέρι και τους εργαζόμενους που κουβαλάνε σταυρό την ασυδοσία των θηρίων. Το κορίτσι απ’ την Ουκρανία είχε όνομα, όνειρα, έρωτες να ζήσει – έφυγε! τι να κάνουμε; έτσι είναι η ζωή, περιέχει και δευτερεύοντα όντα. Ιδιωτικοποιημένα.

Μου γράφει (με sms) ο πατήρ Αλέξιος: «Μίλησε, αγαπητέ μου Σ. Εχει πλεόνασμα η αγυρτεία και η υποκρισία. Να έρθουν στην εκκλησία μας να δουν τους φτωχούς μας πέντε χρόνια».

Παλεύει στην ενορία του ο πατέρας Αλέξιος όπως και χιλιάδες άλλοι παπάδες (αν είναι λιγότεροι, πάλι έχασες, Χριστέ μου) να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια. «Οταν ήρθα στην ενορία μου (σ.σ.: πριν από την κρίση), είχαμε έναν-δυο φτωχούς να φροντίσουμε», μου έλεγε σε παλαιότερη συνάντησή μας ο καλός θεράπων του καλού, «ούτε καν φτωχούς, μάλλον απόμαχους. Τώρα οι φτωχοί και οι αδύναμοι πλήθυναν πολύ». Πλήθυναν και πληθαίνουν κι όλο και μαραζώνουν. Εχει κρατήσει πολύ καιρό το κακό, χάνουν την ελπίδα τους οι άνθρωποι, όλο και λιγοστεύουν οι πόροι των άλλων φτωχών (απ’ το υστέρημα των οποίων μάχεται ο πατέρας Αλέξιος να απαλύνει την ένδεια των φτωχότερων).

Κρατά, παππούλη, ώσπου να βγούμε απ’ τα μνημόνια, να έρθει ο σοσιαλισμός, να ’ρθεί κι ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι. Κράτα, παππούλη…

Την άλλη την έλεγαν Αννα. Εζησε πριν πολλά χρόνια στη Μάνη. Μικροκαμωμένη, αλλά «διάολος μεταμορφωμένος», όπως έλεγαν σε ’κείνα, αλλά κι άλλα μέρη για τις ασυνήθιστες ως προς τα μέτρα εκείνης της εποχής γυναίκες – φωτεινές ψυχές κι ανήσυχα πνεύματα. Στην Κατοχή η Αννα ενστερνίσθηκε τον ευαγγελισμό του ΕΑΜ και πήγε με τους Αντάρτες. Της έκαψαν το σπίτι οι Χίτες, έκαψαν όλο το χωριό κι αγναντεύοντας τις φωτιές απ’ τις γύρω ράχες η Αννα έλεγε στους συγχωριανούς της ότι το δικό της σπίτι καίγεται καλύτερα από τα άλλα.

Η Αννα είχε ανήλικα παιδιά, είχε και κάτι ψωροελιές. Αντρα, προϊούσης της Κατοχής, έπαψε να ’χει. Εκείνη τη χρονιά έβγαλε το λάδι της, ζαλώθηκε δυο ντενεκέδες και πήγε στον λαδέμπορα στη Σπάρτη να το πουλήσει, ώστε να εξοικονομήσει λίγα απ’ τα απαραίτητα για τα παιδιά της. Ο λαδέμπορας της ζήτησε εκτός απ’ το λάδι να του δώσει και το σπίτι της. Δεν μίλησε η Αννα. Εδωσε το λάδι της στον βιβλιοπώλη και πήρε αντάλλαγμα ένα γραμμόφωνο κι έναν δίσκο. Επέστρεψε στο χωριό της, έβαλε το γραμμόφωνο να παίζει μπροστά απ’ τα αποκαΐδια κι εξηγούσε στα παιδιά της τη μουσική.

Τι μουσική άκουσαν και τι η Αννα έλεγε στα παιδιά της δεν είναι γνωστό, διότι η ιστορία με τα χρόνια απέκτησε τους δικούς της θρύλους – κάθε θρύλος κι εκδοχή…

Καλό Σαββατοκύριακο, καπετάνισσες και ναυτάκια μου, πολλές τέτοιες ιστορίες είναι κρυμμένες στα εικονοστάσια των σπιτιών κι άλλες τυλιγμένες στις κόκκινες σημαίες, όλες περιμένουν την ώρα τους, σαν τα φυλαχτά και σαν τα ποιήματα. Ο αγώνας συνεχίζεται, θα συνεχισθεί και θα συνεχίζεται…

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ