Δείγμα δήγματος οχιάς…

 

 

 

Αμα σε δαγκώσει η οχιά, άντε μετά να αποδείξεις εσύ ότι δεν άξιζες το δηλητήριο.

Αυτό φαίνεται να έπαθε και η κυρία Κική Δημουλά από την κυρία Αννα Δαμιανίδη (δημοσιογράφο στην «Εφημερίδα των Συντακτών»).

Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή, κυκλοφόρησε με θόρυβο στο διαδίκτυο και σχετικώς στις χθεσινές εφημερίδες. Εν συνόψει: η κυρία Δαμιανίδη παρέστη σε εκδήλωση για την Κυψέλη που οργάνωσαν οι Ατενίστας με ομιλητές την κυρία Κική Δημουλά και τους κ.κ. Μένη Κουμανταρέα και Μενέλαο Καραμαγγιώλη.

Στη συνέχεια η κυρία Δαμιανίδη σε χρονογράφημά της στην «Εφημερίδα των Συντακτών» περιγράφει δηλώσεις της κυρίας Δημουλά για τους μετανάστες που ζουν στην Κυψέλη – ότι δεν τους αντέχει τόσοι πολλοί που είναι, πιάνουν και τα παγκάκια, δεν βρίσκεις να καθίσεις στην πλατεία, άσε που κλέβουν και φοβάται πια να βγει απ’ το σπίτι της, α-πα-πα! χάλια.

Το τελευταίο, το α-πα-πα! χάλια, είναι το σχόλιο της κυρίας Δαμιανίδη για όσα είπε(;) η κυρία Δημουλά – όχι όμως το μόνο σχόλιο. Διότι στη συνέχεια η κυρία Δαμιανίδη κάνει την κυρία Δημουλά με τα κρεμμυδάκια. Την παρομοιάζει με τις γριές στα τρόλεϋ, τη βρίσκει μπανάλ κι άλλα το ίδιο ανάξια, αλαζονικά και συμπλεγματικά.

Βεβαίως, η κυρία Δαμιανίδη είναι προσεκτική, δεν βάζει όσα είπε η κυρία Δημουλά σε εισαγωγικά, απλώς τα αφηγείται, τα «περιγράφει», καθώς

εξίσου προσεκτικά η εφημερίδα της σημειώνει σε ρεπορτάζ της επόμενης μέρας (της κυρίας Παρής Σπίνου), με το οποίον εγκωμιάζεται το χρονογράφημα της κυρίας Δαμιανίδη υπό τον τίτλο «Οταν οι λέξεις δεν έχουν ανθρωπιά» – οι λέξεις της κυρίας Δημουλά εννοείται. Στην πυρά η ποιήτρια, διότι προσέτι η καλή εφημερίδα κάθισε και μέτρησε τα σχόλια που εμφανίσθηκαν στο διαδίκτυο περί του θέματος και βρήκε τα «εναντίον» (της κυρίας Δημουλά) πολύ περισσότερα από τα «υπέρ» που συγκέντρωσε ακόμα και ο Βαραβάς σε ανάλογη ψηφοφορία του παρελθόντος.

Ομως, τα είπε έτσι η κυρία Δημουλά; κρύβει μέσα της μια μοχθηρή χρυσαυγίτικη ψυχή υπό τη δορά μιας μελίρρυτης ποιήτριας; Βγαίνει τα βράδια η κυρία Δημουλά και δέρνει Πακιστανούς ή μήπως αίφνης έγινε η Μούσα του Κασιδιάρη; Αν κρίνουμε

απ’ όσα δήλωσαν σε άλλες εφημερίδες οι ίδιοι οι συναγορητές της κυρίας Δημουλά, ο κ. Μένης Κουμανταρέας και ο κ. Μενέλαος Καραμαγγιώλης, η κυρία Δημουλά δεν τα είπε έτσι. Αρα, καλώς έκανε η κυρία Δαμιανίδη και δεν τα έβαλε σε εισαγωγικά.

Αυτά που είπε η κυρία Δημουλά εξέφραζαν τους φόβους της για την παραβατικότητα ορισμένων μεταναστών, για την παρακμή της γειτονιάς της κι άλλα που όλοι λέμε, έχοντας άλλοτε δίκιο κι άλλοτε άδικο στο γράδο μας για τα προβλήματά μας. Μπορεί σε αυτά που είπε η κυρία Δημουλά να είχε δίκιο, μπορεί να είχε και άδικο, όμως,

 

κι εδώ ερχόμαστε στο ουσιώδες,

 

η κυρία Δαμιανίδη δεν αντέκρουσε αυτό που είπε η κυρία Δημουλά, το περιέπαιξε, το συκοφάντησε, το αποδόμησε. Και μετά αποδόμησε και την ίδια. Αυτό βεβαίως είναι καθαρός βίαιος φασισμός, αλλά η κυρία Δαμιανίδη δεν το καταλαβαίνει(;)…

Πρόκειται για μια κλασική μέθοδο (την έχω υποστεί κι εγώ και την ξέρω καλά) κατασυκοφάντησης – σου ρίχνουν τη ρετσινιά κι άντε ύστερα εσύ να απολογείσαι στους δημίους σου ότι αδίκως σε σφάζουν.

Τη μέθοδο αυτήν τη μετέρχεται κυρίως μια πλευρά της Αριστεράς (που τώρα στεγάζεται κυρίως στη ΔΗΜΑΡ αλλά ενδημεί και σε θύλακες του ΣΥΡΙΖΑ). Οι άνθρωποι αυτοί, σε

αγαστή συνεργασία με νεοφιλελεύθερους σχολιαστές, δεν έχουν αφήσει σε χλωρό κλαδί όποιον έχει αντισταθεί στην ιδεολογία τους – που τυγχάνει να είναι η κυρίαρχη ιδεολογία. Η ιδεολογία του «εκσυγχρονισμού». Στην καμπούρα της Αριστεράς, ή μάλλον των λαϊκών ανθρώπων της Αριστεράς, οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάνει καριέρα (και κρατικοδίαιτη),

χρεώνοντας στην Αριστερά την οίηση, την αλαζονεία, τον ελιτισμό και την ιδιοτέλεια με τα οποία αντιμετωπίζουν τους λαϊκούς ανθρώπους, τον λαό τον ίδιο – τον «λαϊκιστή» λαό.

Εχοντας υιοθετήσει, πάντα στο όνομα της Αριστεράς, κάθε αμερικανιά, απ’ τον μεταμοντερνισμό και την πολυπολιτισμικότητα έως το εθνικό φαντασιακό, εξακοντίζουν συκοφαντίες προς όποιον βλέπει ότι «είναι γυμνοί» με χαρακτηρισμούς του επιπέδου «φαιοκόκκινοι», «εθνικιστές», «αρχαιολάγνοι», «εθνικοπαράφρονες» – μια πραγματική κρεατομηχανή, ωμοφάγος και αδίστακτη. Κάνει κάποιος, για παράδειγμα,

κριτική στο Ισραήλ για τη ναζιστική πολιτική του εναντίον των Παλαιστινίων, τον βγάζουν αμέσως αντισημίτη! Ο πιο εύκολος και, όπως έχει αποδειχθεί, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ακυρώνονται άνθρωποι, κριτικές και πολιτικές. Μόλις προχθές

συνάδελφος της κυρίας Δαμιανίδη στην ίδια εφημερίδα, για άλλο έγραφε χωρίς όμως να παραλείψει έτσι στα ξεκούδουνα να σημειώσει ότι στη συνέχεια του ελληνικού έθνους πιστεύουν μόνον οι «εθνικιστές» και οι «αρχαιολάτρες». Εθνικιστής λοιπόν και ο Χομπσμπάουμ όταν γράφει για τον «ξεριζωμό, το 1922, των Ελλήνων απ’ τη Μικρασία ύστερα από 3000 χρόνια αδιάλειπτης ιστορίας». Εθνικιστές και ο Μίκης, ο Καβάφης, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, εθνικιστική κι όλη η βιβλιογραφία πλην πέντε-έξι αποδομητών.

Ομως, ο άνθρωπος που τα γράφει αυτά δεν μπορεί να ’ναι αμαθής, ούτε «άνθρωπος του ενός βιβλίου», τόση συζήτηση έχει γ��νει! Αν είναι απλώς εμμονικός, το ξέρει ο ίδιος, αλλά αν είναι κάτι πιο πολύπλοκο, μας αφορά όλους, διότι οι άνθρωποι αυτοί

αποτελούν (όσον ο κόσμος τούς εκλαμβάνει ως αριστερούς) μάστιγα στη σχέση της Αριστεράς με τον λαό.

Με έναν τρόπο οι άνθρωποι αυτοί άνοιξαν τον δρόμο στη Χρυσή Αυγή, «χαρίζοντας» στη Δεξιά έννοιες όπως η πατρίδα, που με το αίμα της υπερασπίσθηκε η Αριστερά. Επέτρεψαν στους πατριδοκάπηλους να εμφανίζονται ως πατριώτες, ταύτισαν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό και συκοφάντησαν κάθε παράδοση ευγένειας, αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας πάνω στην οποίαν θα μπορούσε να στηριχθεί ο λαός μας.

Στην «Ελευθεροτυπία» (που φρόντισε να κλείσει η κυρία Τεγοπούλου κάνοντας τα αδύνατα, δυνατά) υπήρχαν δημοσιογράφοι που έγραφαν σεντονιάδες εναντίον του φασιστικού κινδύνου (όταν ήταν ανύπαρκτος) αλλά ούτε λέξη εναντίον του κ. Σημίτη, για παράδειγμα, ή όλων εκείνων των καθεστωτικών πολιτικών (που εν τέλει οδήγησαν -και τώρα καταφεύγουν- στο φασιστικό βρυκολάκιασμα).

Σε αυτόν τον εσμό (ευάριθμον μεν αλλά με δύναμη τριών μεραρχιών στα ΜΜΕ και στα ΑΕΙ) η κυρία Διαμιανίδη ταξιδεύει με τον τελευταίον τροχό της αμάξης – πλην όμως εξ όνυχος τον λέοντα, τώρα δάγκωσε την κυρία Δημουλά. Ας μην κακοκαρδίζεται η ποιήτρια, ουδέναν άξιον έχουν αφήσει αδάγκωτον – «βρυκόλακες» κήρυξαν τους λογοτέχνες της γενιάς του ’30, αποσυνάγωγο τον Κονδύλη, «πεθαμένον» τον Καρούζο – τίποτα πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί ο λαός δεν γλίτωσε το μένος μιας ορδής ουτιδανών, που ορισμένοι επιδοτούνται, άλλοι λυμαίνονται μέσω ΜΚΟ την κοινωνία, αλλά όλοι τους δηλώνουν «αριστεροί», διότι τοιούτον τι,

να δηλώνεις δηλαδή «αριστερός» (και να υπηρετείς την κυρία Γιαννάκου ή την κυρία Διαμαντοπούλου το ίδιο, όπως έκανε η κυρία Ρεπούση) υπήρξε «διαβατήριο» για πολλούς απ’ τη γενιά μου που οδήγησαν την υπόληψή της στο ναδίρ. Στη διαδήλωση ο Μήτσος, στην ΕΡΤ ο Μπράμος. Ή ο Κούλογλου. Αγωγή εναντίον συναδέλφου του (του κ. Β. Καββαθά) για να του πάρει το σπίτι ο Κούλογλου, στη διαδήλωση ο Μήτσος. Στο τέλος

πάει ο Μήτσος στη διαδήλωση και βρίσκει άλλους τρεις Μήτσους και τον κούκο. Επιμένω σε αυτό το θέμα (όπως οι παλαιοί αναγνώστες γνωρίζετε) και θα επιμείνω. Διότι είναι κρίσιμο για τη Δημοκρατία. Οσο, προς απάντησιν, θα

εισπράττω ύβρεις ή σιωπή, θα επιμένω. Ερωτώ λοιπόν (πάλι) τον συνάδελφο Πρόεδρο της ΕΣΗΕΑ, κ. Τρίμη: Γιατί δεν δίνει η Ενωση στη δημοσιότητα τη λίστα των δημοσιογράφων που εργάζονται σε Γραφεία Τύπου Υπουργείων, Τραπεζών, Εταιρειών, όσων είναι σε ΜΚΟ με κυβερνητική χρηματοδότηση κι όσων έχουν κρατική πολυθεσία, ώστε να γνωρίζει ο ελληνικός λαός από ποιους ενημερώνεται;

Γιατί η ΕΣΗΕΑ αφήνει τους έντιμους εργάτες του Τύπου να χαραμίζονται, μπαίνοντας στον ίδιο παρονομαστή με τους πονηρούς

 

Ερωτώ, διότι η Αριστερά κάνει κουμάντο στην ΕΣΗΕΑ και η Αριστερά οφείλει να ’ναι έντιμη με τον λαό. Ερωτώ και, ώσπου να πάρω απάντηση, θα ξαναρωτάω. Απάντηση για τις λίστες. Αν δεν ξέρετε ποιοι είναι οι πονηροί, δεν κάνετε καλά τη δουλειά σας ούτε ως συνδικαλιστές, ούτε ως δημοσιογράφοι. Αν ξέρετε και τους καλύπτετε, δεν έχετε σχέση με την Αριστερά, αλλά με το καθεστώς…

 

email: [email protected]

 

 

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ