«Με το άροτρο και το ξίφος»…

  

Απ’ ό,τι έχει αρχίσει να διαφαίνεται, ο κ. Σαμαράς στο θέμα της ΑΟΖ έχει αρχίσει να πηγαίνει στραβά τον γυαλό. Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες ο κ. Πρωθυπουργός αναφέρθηκε (κατά τη συνάντησή του με τον νέο Πρόεδρο της Κύπρου, κ. Νίκο Αναστασιάδη) σε μια «κοινή ευρωπαϊκή πολιτική στο πλαίσιο της ΑΟΖ».

Προσέτι ο κ. Σαμαράς επανειλημμένως τον τελευταίο καιρό έχει μιλήσει για «συνεκμετάλλευση» των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων καθώς και για το «ευρωπαϊκό συμφέρον».

Αν οι τοποθετήσεις αυτές επιδέχοντο μιας ανάγνωσης που θα παρέπεμπε στην Ευρωπαϊκή Αλληλεγγύη ή στην Ευρωπαϊκή Ενότητα ή στη κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική, τότε θα ήταν τοποθετήσεις μιας αποτελεσματικής εθνικής πολιτικής. 

Ομως οι τρεις αυτές έννοιες, Ευρωπαϊκή Αλληλεγγύη, Ευρωπαϊκή Ενότητα και κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική, απλώς δεν υπάρχουν.

Τις σκότωσε εν τη γενέσει του το ευρώ. Διότι, ενώ το κοινό νόμισμ�� επρόκειτο να είναι μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού οικοδομήματος, έμεινε εκ προθέσεως (των ισχυρών της Ενωσης ) κολοβό κι έτσι έγινε εργαλείο πλουτισμού των πλουσίων της Ευρώπης κι εκγερμανισμού της Ενωσης. Το πολιτικό σχέδιο για Ευρώπη των κρατών και των λαών δεν πρόκειται να πάρει μπροστά ποτέ, διότι η μονεταριστική Ευρώπη των τραπεζών είναι πολύ καλύτερη για τους πλούσιους. Με όσους κινδύνους κι αν κρύβει κάτι τέτοιο («οι δαίμονες του πολέμου απλώς κοιμούνται», Γιούνκερ), διότι ο καπιταλισμός μόνον για τους κινδύνους που ο ίδιος παράγει, δεν ενδιαφέρεται.

Αλλά, αν αυτή η Ευρώπη των κρατών και των λαών δεν υπάρχει (τουλάχιστον ώσπου να αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί στην Ενωση), υπάρχει η Ευρώπη της εκμετάλλευσης – της «συνεκμετάλλευσης» που λέει και ο κ. Σαμαράς.

Αν, υπ’ αυτό το πρίσμα λοιπόν αναγνωσθούν οι τελευταίες τοποθετήσεις του κ. Πρωθυπουργού για τον υποθαλάσσιο πλούτο της χώρας, τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά διότι παραπέμπουν στο Μνημόνιο, στην άρση της Ασυλίας της χώρας, στη διαρπαγή του εθνικού πλούτου προς εξόφλησιν άνομων και ειδεχθών δανείων.

Αλλά, αν τα πράγματα έχουν έτσι με την Ευρώπη (συνεκμετάλλευση, γαλλικές φρεγάδες, παίγνια με τη ΔΕΠΑ-ΔΕΣΦΑ καθώς και με τους αγωγούς), δεν έχουν καλύτερα με την Τουρκία. Τα καζάν – καζάν του Τούρκου Πρωθυπουργού (και τα πνιχτά αμάναμάν του δικού μας) μόνον σε μια κατάστασή winwin δεν παραπέμπουν.

Παραπέμπουν στην απλή πολιτική του νταβατζή! Σου λέει ο γείτων Ερντογάν: εσύ έχεις, εγώ δεν έχω, δώσε τα μισά για να έχεις τα υπόλοιπα. Και για να σου υπογραμμίσει τι εννοεί, μια μέρα μετά τη συνάντηση κορυφής, δίνει άδεια στην κρατική εταιρεία ερευνών ΤΡΑΟ για έρευνες σε περιοχές που άπτονται της ελληνικής υφαλοκρηπίδας (Και τη δεύτερη μέρα, ακρίδες οι παραβιάσεις στο Αιγαίο.)

Και η ελληνική απάντηση;

Η ίδια, εκείνη που έχει αποθρασύνει την Τουρκία. Η πολιτική του κατευνασμού. Διαρκούσης αυτής της πολιτικής (επί δεκαετίες) η Τουρκία διευρύνει διαρκώς τις διεκδικήσεις της και δημιουργεί συστηματικώς τετελεσμένα.

Γιατί τετελεσμένα; Διότι όταν ένα κυριαρχικό δικαίωμα δεν ασκείται, συν τω χρόνω παύει να ’ναι κυριαρχικό, παύει να ’ναι δικαίωμα, τίθεται υπό συζήτησιν. Αυτό συμβαίνει στο εθιμικό διεθνές δίκαιο και για αυτό οι σοβαρές χώρες ασκούν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα αμ’ έπος αμ’ έργον.

Αντιθέτως η Ελλάδα βυθισμένη στην πολιτική του κατευνασμού (η οποία θα την οδηγήσει ασφαλώς, εν τέλει σε πόλεμο ή σε αποδοχή αποτελεσμάτων πολεμικής ήττας), αφήνει όλο και πιο πολλά περιθώρια στις ευρωπαϊκές ορέξεις για λεηλασία, όσον και στις τουρκικές για αρπαγή.

Λένε ορισμένοι ότι θα ήταν καλό η χώρα μας να εκμεταλλευτεί τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές, υπαρκτές τω ώντι σε περιοχές που δεν φθάνει η τουρκική μακρά χειρ, ώστε, αφού δυναμώσει να της την κόψει. Θα ήταν αυτή η στρατηγική μια καλή στρατηγική, αν η χώρα μας εκινείτο σε γεωπολιτικό κενό.

Διότι, αν η χώρα είναι αδύναμη στο Ανατολικό Σύνορο (για να εκφρασθούμε κάπως σχηματικά), οι εταίροι της στο Δυτικό Σύνορο όχι μόνον θα καταβροχθίσουν τα συμφέροντά της εξαιτίας αυτής ακριβώς της αδυναμίας, αλλά θα την κρατήσουν εσαεί αδύναμη για να συνεχίσουν να τη λεηλατούν.

Συνεπώς η Ελλάδα μπορεί να ανακάμψει, μόνον αν στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις. Κι αυτό στην εξωτερική πολιτική σημαίνει ότι πρέπει να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες συμμαχιών που απορρέουν απ’ τη διάταξη των δυνάμεων στην περιοχή (και τον πλανήτη), όχι υπό το κράτος μιας πολιτικής κατευνασμού προς την Τουρκία, υποτέλειας προς την Ενωση και τις ΗΠΑ,

αλλά μιας νέας εξωτερικής πολιτικής που θα μπορούσε να βασισθεί στην εσωτερική ισχύ της χώρας. Δηλαδή στον λαό της. Γίνεται αυτό εν μία νυκτί; Μόνον εν μία νυκτί γίνεται. Οχι όμως από κυβέρνηση ανδρεικέλων, ούτε από τις συνήθεις κομπραδόρικες αστικές κυβερνήσεις. Γίνεται μόνον από μια φιλολαϊκή κυβέρνηση, απ’ τον λαό τον ίδιο.

Μόνον, αν δυνάμεις όπως η Τουρκία, γνωρίζουν ότι θα έχουν τεράστιο κόστος , αν απλώσουν «οπλισμένο χέρι» πάνω στην Ελλάδα, μπορεί να ανακοπεί η υποταγή της χώρας μας στη Δύση και ο αναπόφευκτος πόλεμος στην Ανατολή.

Κι εδώ ερχόμαστε στο «κουμπί της Αλέξαινας».

Είναι για τέτοια έργα η τρέχουσα κυβέρνηση;

Οχι! Οι δυνάμεις που συμμετέχουν σε αυτήν υπήρξαν πρωταθλήτριες στον κατευνασμό (πλην ΔΗΜΑΡ που είναι πρωταθλήτρια στον «συνωστισμό»).

Η επόμενη κυβέρνηση, αν θα είναι μια κυβέρνηση λαϊκής σωτηρίας με κορμό την Αριστερά, θα μπορεί να είναι και μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ παραμείνει αιχμάλωτος ενός μέρους του, που πιστεύει ότι τα προβλήματα με την Τουρκία μπορούν να επιλυθούν μέσω της αδελφοποίησης Ερμούπολης – Αφιόν Καραχισάρ, νυχτωθήκαμε. Ομως προσωπικώς πιστεύω ότι δεν είναι έτσι. Εν πρώτοις

ο πατριωτισμός της Αριστεράς δεν αμφισβητείται. Μάλιστα μέσα σε αυτό το πατριωτικό πλαίσιο μεγαλούργησε στην Κατοχή με την Εθνική Αντίσταση. Λάθη με τα εθνικά προβλήματα στο παρελθόν η Αριστερά έχει κάνει, όπως και κάθε άλλη πολιτική δύναμη. Σήμερα όμως η Ιστορία είναι σώμα κι όχι ζητούμενο – όλοι έχουμε μάθει.

Μπορεί μέσα στον χώρο της Αριστεράς να υπάρχουν ιδεολογικές συγχύσεις (φέρ’ ειπείν ανάμεσα στο εθνικό και το εθνικιστικό), αλλά πλέον τα πράγματα είναι ώριμα. Η Αριστερά, εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ που φαίνεται να διεκδικεί την εξουσία, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απευθυνθεί για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής στον λαό καθαρά και ξάστερα.

Να τον ενημερώσει τι προτείνει για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και αφορούν στην κυριαρχία και την ανεξαρτησία της.

Πρόσωπα, πολιτικοί κι επιστήμονες, από την Αριστερά και τον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο, μπορούν να διατυπώσουν προς τον λαό αυτήν τη νέα πολιτική. Αμεσα.

Διότι, όταν ο λαός γνωρίζει μια πολιτική και εγκρίνει αυτή την πολιτική, όταν την εγκολπώνεται, αυτή η πολιτική γίνεται παντοδύναμη.

Η επόμενη κυβέρνηση, αν θα είναι μια φιλολαϊκή κυβέρνηση, μια κυβέρνηση του λαού, θα έχει να αντιμετωπίσει θηρία και τέρατα. Οι πιέσεις που θα ασκηθούν από δυνάμεις όπως η Τουρκία, η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι ΗΠΑ θα είναι αφόρητες. Για να αποφύγει η χώρα την περικύκλωση και τον στραγγαλισμό θα πρέπει η στρατηγική της προς αυτές τις δυνάμεις, καθώς και η στρατηγική της προς άλλες, να είναι

γνωστές στον λαό και ο λαός να μπορεί να τις υποστηρίξει «με το άροτρο και το ξίφος»…

email: [email protected]

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ