Λοΐζου: Ξέρω τα λάθη μου – Αυτό δεν είναι επίθεση, είναι bullying – ΦΩΤΟ

Την πρώτη της συνέντευξη μετά την παραίτηση της από το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ παραχώρησε η Μυρσίνη Λοίζου. Η μοναχοκόρη του Μάνου και της Μάρως Λοΐζου εμπιστεύθηκε το «ΦιλGood» και μίλησε για όλα εκείνα που την έκαναν «πρωτοσέλιδο» τις τελευταίες μέρες, την «κληρονομιά» του ονόματός της, τις σημερινές προτεραιότητες, τα «σκοτάδια» και τα «πιστεύω» της, ενώ μοιράστηκε και σπάνιο φωτογραφικό υλικό από το πολύτιμο οικογενειακό της αρχείο.

Το διαμέρισμα της Μυρσίνης, στον πρώτο όροφο μιας μεσοαστικής πολυκατοικίας στο Χολαργό, έχει χρώματα, έχει παιδικές ζωγραφιές κολλημένες στους τοίχους (µάλλον της κόρης της), έχει δίσκους, cds και βιβλία που αφορούν στον μπαμπά της, μικρά αντικείμενα επάνω στο γραφείο και στο τραπέζι της κουζίνας που τα χαρακτηρίζει «προσωπικά» και «οικογενειακά» – μικρά, πολύτιμα, «δικά της» κειμήλια.

Φτιάχνει καφέ, κλείνει την τηλεόραση, σκέφτεται τι να μαγειρέψει για μεσημεριανό, τι θα αρέσει στην κόρη της που θα γυρίσει κουρασμένη απ’ το σχολείο κι αν έχει όλα τα υλικά στο ψυγείο απ’ τα πρωινά της ψώνια στο σούπερ μάρκετ – μικρές «κανονικότητες».

Η Μυρσίνη, σε µία κατ’ ιδίαν συνομιλία δύο ωρών –και επιτρέψτε µου την προσωπική άποψη– δεν είναι το «τέρας» που κάποιοι εμφάνισαν τις τελευταίες μέρες – αν µη τι άλλο οι «συγγνώμες» της και για τον Σάββα Ξηρό και για τη σύνταξη της μητέρας της (µία υπόθεση, η οποία δεν εκκρεμεί, όπως λανθασμένα έχει γραφτεί), θα έπρεπε να είναι αρκετές για τις απόλυτα μεγάλες της ευθύνες που µου ανέφερε και η ίδια πως φέρει –στην πρώτη δηµόσια αυτοκριτική της, μέσα από αυτή τη συνέντευξη–, ώστε να πάψουμε να είμαστε οι «άτεγκτοι κριτές», σαν να «δικάζουμε», τέσσερις σχεδόν δεκαετίες μετά τον θάνατο του μπαμπά της, το επώνυμο «Λοΐζου» περισσότερο από το όνοµα «Μυρσίνη». «Είσαι τόσο αφελής;», της είπα κάποια στιγμή, καθισμένοι στο μπαλκόνι του σπιτιού της, καθώς φωτογράφιζα ασπρόμαυρες φωτογραφίες της που µου εµπιστεύτηκε –οι περισσότερες πρώτη φορά δημοσιεύονται– τις οποίες µου έφερε από ένα μικρό δωμάτιο του σπιτιού, κρυμμένες μέσα σε ένα κουτί, τυλιγμένες σε σελοφάν για να μην φθαρούν. «Έχω την αθωότητα του μπαμπά µου. Αυτό. Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι κακοί. Ότι κάποιοι μπορεί να θέλουν το κακό µου. Επίσης, μεγάλωσα δίνοντας σημασία σε λέξεις όπως “ευχαριστώ”, “παρακαλώ”, “συγγνώμη” και “απολογούμαι”. Πιστεύω πως οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως καλοί. Κι αυτό δεν θα το αλλάξω, επειδή κάποιοι προσπάθησαν τελευταία να µου αποδείξουν το αντίθετο».Ο Μάνος Λοΐζος, σε ηλικία 5 ετών, στην Αλεξάνδρεια, μαζί με τη θεία του, Κωνσταντίτσα. – Συγκινείσαι όταν ακούς εκείνο το στίχο από το «καλημέρα ήλιε», που λέει «στης Μυρσίνης την ποδιά μια Παναγιά»; Όχι ιδιαίτερα. Αν και ξέρω πως όταν το δούλευε ο μπαμπάς μου έλεγε «στης Μυρσίνης την ποδιά μια Παναγιά και του Νοτιά», το οποίο αναφερόταν στο Νότη, τον γιο του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τελικά το άλλαξε, κι έμεινε μόνο τ’ όνομά μου. Ποτέ δεν συγκινήθηκα πάντως ακούγοντας αυτό το τραγούδι, αφού με ρωτάς. Ίσως να παίζει ρόλο και το γεγονός ότι το άκουγα πάντα από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και το είχα συνδυάσει μ’ αυτό. Πιο πολύ με συγκινεί το «η Μυρσίνη βάζει τ’ άσπρα…».

«Και γιομίζ’ η γειτονιά / τριανταφυλλάκια κι άστρα…». Ακριβώς! (χαμογελάει). – Σκέψου σε πόσα στόματα Ελλήνων έχει μπει το όνομά σου… Τώρα που το λες… Δεν το συνειδητοποίησα ποτέ. Για μένα ήταν απλώς ωραία τραγούδια, τραγούδια που μιλούσαν στην καρδιά μου – δεν το συνδύασα ποτέ με όρους εμπορικότητας. Ο κόσμος τα μετέτρεψε σε μία υπερβολική αγάπη προς εμένα κι ίσως να το μετέφρασα και λανθασμένα κάποιες φορές. Από συναυλία του Μάνου Λοΐζου. Εκτός απ’ τον ίδιο, διακρίνονται η Χαρούλα Αλεξίου, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Δήμητρα Γαλάνη. – Δηλαδή; Να, πως κάποιοι παρεμβαίνουν στη ζωή μου ως προς το πού να δουλέψω, τι να κάνω και προς τα πού να κατευθυνθώ. – Επειδή είσαι η κόρη του Μάνου Λοΐζου και της Μάρως Λοΐζου; Πιο πολύ λόγω του Μάνου. Εκεί ήταν η λατρεία! – Ήτανε «βάρος» στη ζωή σου το να έχεις αυτό το επώνυμο; Ναι. Ήτανε. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν πολύ μεγάλο «βάρος». – Γιατί; Γιατί δεν μπορούσα να βγω η ίδια προς τα έξω. Γιατί δεν μπορούσα να κάνω κάτι δικό μου… Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Ακόμη και όταν μάθαινα πιάνο, όταν ήμουνα μικρή, μικρό κοριτσάκι, υπήρχε σύγκριση από τους άλλους: «Άντε, θα μοιάσεις στον μπαμπά!», μου έλεγαν όλοι. Εκεί μου κοβόντουσαν τα πόδια. Και σταματούσα το οτιδήποτε! Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, αισθάνομαι πολύ καλά με τον εαυτό μου.1968. Η βάφτιση της Μυρσίνης Λοΐζου, στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης της λεωφόρου Κηφισίας, με νονό τον στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο. – Τι άλλαξε; Δούλεψα με μένα. Έκανα ψυχοθεραπεία. Έκανα αυτό το «δώρο» στον εαυτό μου. Αγάπησα περισσότερο εμένα. Με κατάλαβα. Σημαντικό ρόλο έπαιξε βέβαια και η γέννηση και το μεγάλωμα του παιδιού μου σ’ αυτό, της Εμμανουέλας μου. Δυνάμωσα. Τα τελευταία 4-5 χρόνια πήρα μπρος. – Πότε ξεκίνησες την ψυχοθεραπεία; Στα 40 κάτι. Τότε ξεκίνησε ουσιαστικά η ενηλικίωσή μου. Επτά χρόνια κράτησε. Και ομάδα και όλα. – Εκεί δεν ήσουνα «η κόρη του Μάνου Λοΐζου», φαντάζομαι… Ως «κόρη» μπήκα. Αλλά βγήκα ως κανονικός άνθρωπος. Μόνη μου. Μεγάλη ελευθερία αυτό! Ο Μάνος Λοΐζος σε μία από τις τελευταίες του συναυλίες, λίγους μήνες πριν πεθάνει, σε νοσοκομείο της Μόσχας, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982, σε ηλικία μόλις 44 ετών. – Σε ποιες περιπτώσεις θα επιθυμούσες να μην έχεις το επώνυμο «Λοΐζου» και να σε ρωτάνε «τι σχέση έχεις με τον Μάνο Λοΐζο;»; Ανέκαθεν. Κι ήμουνα και επιθετική με τους ανθρώπους που μου το έλεγαν. Είχα βαρεθεί τη ζωή μου να ακούω αυτό το «είσαι η κόρη του Μάνου Λοΐζου!». Δεν μου έβγαζε αγάπη προς εμένα όλο αυτό. Ήταν μία περίεργη οικειοποίηση. Δεν τους αρκούσε ο πατέρας μου, ήθελαν να αποφασίσουν και για μένα, το τι είδους μέλλον θα ήθελαν κάποιοι να έχω. Αισθανόμουν πως έχανα τελείως την προσωπικότητά μου! Με είχαν αποπροσανατολίσει. Γι’ αυτό και είχα δεχτεί και την πρόταση που μου έγινε απ’ τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, γιατί ήταν μία πρόκληση για μένα το να βγω και να ασχοληθώ για κάποια πράγματα που είχα μέσα μου, κάτω από τις ιδέες της Αριστεράς. – Είσαι, ωστόσο, το πρόσωπο που του έγινε η μεγαλύτερη κριτική… Τους βόλεψε αυτό το πράγμα. – Άδικα, πιστεύεις; Έχουν βγει συγκεκριμένα στοιχεία, για σένα, για τη σύνταξη της μητέρας σου, πρωτοσέλιδα, γράφτηκαν τόσα πολλά για σένα τον τελευταίο μήνα… Έχω απαντήσει για όλα αυτά, στην επιστολή παραίτησής μου από το ψηφοδέλτιο για την Ευρωβουλή. Ήμουνα σαφής και ξεκάθαρη. Ωστόσο –και θέλω να το ξεκαθαρίσω και αυτό– βγήκε μία πληροφορία αργότερα, ότι τον Μάιο θα γίνει ένα δικαστήριο που αφορά στη σύνταξη της μητέρας μου, ως κάτι που εκκρεμεί. Αυτό δεν ισχύει! Δεν εκκρεμεί απολύτως τίποτα μ’ αυτό το θέμα. Η ιστορία αυτή τελείωσε το 2017, αποδέχτηκα το λάθος μου, δεν έκανα καν έφεση στην απόφαση. Το δικαστήριο του Μαΐου αφορά σε κάτι άλλο, προσωπικό. Και να σου πω και κάτι; Όλο αυτό πια που γίνεται δεν είναι επίθεση, είναι bullying! Και εξ αριστερών και εκ δεξιών. Αλλά δεν με νοιάζει. Ξέρω ποια είμαι. Ξέρω ποιες είναι οι ιδέες μου. Ξέρω ποια είναι η αλήθεια. Κι η αλήθεια δεν είναι αυτή που ευαγγελίζονται κάποια Μέσα. Λυπάμαι πολύ που βρήκαν τον εύκολο στόχο, εμένα. Πραγματικά, λυπάμαι! Ξέρω τα λάθη μου. Τα έχω παραδεχτεί και δημόσια. Και ξέρω να ζητάω και «συγνώμη» γι’ αυτά. Ήταν λάθος το tweet μου για τον Σάββα Ξηρό, ενώ εξήγησα επακριβώς τι συνέβη και με τη σύνταξη της μαμάς μου. Δεν έχω να πω κάτι άλλο γι’ αυτά. Ας το αφήσουμε εδώ. Ας μιλήσουν όλοι αυτοί που έχουν πάθει πια εμμονή μ’ εμένα. Ας συνεχίσουν.Ο Μάνος Λοΐζος με τη Μάρω Λοΐζου, στο σπίτι τους, στην Ελληνορώσων, στην Αθήνα. – Γιατί, πιστεύεις, πως κάποιοι έχουν «εμμονή» μαζί σου; Δεν ξέρω. – Τι σου άφησε, τελικά, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, από την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς σου στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α; Είμαι ένας άνθρωπος που πίστευε ανέκαθεν στις ιδέες της Αριστεράς. Ό,τι έγινε έγινε. Δεν θα επανέλθω σ’ αυτά. Γεννήθηκα μέσα σ’ ένα σπίτι που πίστευε σ’ αυτές τις ιδέες, σε ό,τι πρεσβεύει η Αριστερά. Κι εγώ, όσο συνεχίζω να ζω, θα πιστεύω και θα έχω εμπιστοσύνη στον Άνθρωπο. Δεν με αποθαρρύνουν. – Θεωρείς ότι απογοήτευσες κάποιους; Ας κοιτάξουν τους εαυτούς τους όλοι αυτοί! – Μήπως θα ήθελες, τελικά, να ήσουν μία γυναίκα η οποία να μην ζει και από τα πνευματικά δικαιώματα του μπαμπά της, αλλά να λειτουργούσε όπως η γυναίκα στο διπλανό διαμέρισμα; Αυτό που θα ήθελα είναι ο μπαμπάς μου να ήτανε ο άντρας στο διπλανό διαμέρισμα και να μην ήτανε ο «Μάνος Λοΐζος» – εννοώντας αυτό που κουβαλούσε, ως δημιουργός, κι όχι ως άνθρωπος. Αλλά το ‘χω ξεπεράσει πια. Υπεραγαπώ τον μπαμπά μου, το ίδιο και τη μαμά μου. Προχωράω, όμως, μόνη μου. Και θα ‘θελα και πολλά από αυτά που κάνω τώρα, να τα είχα κάνει πολλά χρόνια πιο πριν. – Πόσων ετών είσαι; Είμαι 52. Η Μυρσίνη, 6 ετών, μαζί με τον μπαμπά της, ένα χρόνο πριν χωρίσει απ’

τη μητέρα της, τη συγγραφέα Μάρω Λοΐζου.- Απογοητεύτηκες ποτέ, στην πορεία των χρόνων, από το 1982 που πέθανε ο μπαμπάς σου, από ανθρώπους που ο πατέρας σου θεωρούσε «παιδιά» του, κολλητούς του, συνεργάτες του; Εγώ δεν είχα –και δεν έχω– το δικαίωμα να απογοητευτώ από κανέναν! Ο πατέρας μου, όσο ζούσε, είχε όλο το χρόνο να απογοητευτεί από κάποιους, τους γνώριζε όλους πολύ καλά, τους ήξερε. Για μένα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ήταν και είναι «οι φίλοι του μπαμπά». Βεβαίως, με κάποιους, είμαι «συγγενής» πια – με το Γιώργο, τη Χαρούλα, τη Δήμητρα, είμαστε κουμπάροι. Παρόλα αυτά, ξέρω πως αυτές ήτανε σχέσεις του μπαμπά μου.

– Στεναχωρήθηκες, ωστόσο, με κάποια πράγματα που είπε για σένα, πριν από λίγες μέρες, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος; Θα σου απαντήσω και σ’ αυτό. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι ένας εκ των κορυφαίων του ελληνικού τραγουδιού. Αδιαμφισβήτητα! Και νονός μου. Δεν θα κρίνω εγώ το τι λέει και πώς το λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος! Και, κυρίως, ήταν φίλος του μπαμπά. Τον σέβομαι. Και θα τον σέβομαι. – Τι άνθρωπος ήταν ο μπαμπάς σου; Τι καταλάβαινες; Ο μπαμπάς μου είχε μία ήπια ευφυΐα. Κι ήταν τρυφερότατος. – Όσο ήσουν παιδί αντιλαμβανόσουν πως μεγάλωνες με έναν «μύθο»; Όχι, όχι. Καθόλου. Τι «μύθος»; Για μένα ήταν ο μπαμπάς μου! Ήταν ο μπαμπάς μου, ο οποίος έπαιζε μουσική. Εξάλλου, ήταν τόσοι οι «μύθοι» γύρω μου τότε… Ο Νίκος Καρούζος, ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Χαρούλα, ο Νταλάρας, η Μελίνα, ο Αχιλλέας Θεοφίλου, ο Παπακωνσταντίνου, η Γαλάνη αργότερα, πολλοί, πολλοί – όλοι αυτοί ήταν στην καθημερινότητά μου, ήταν οικεία πρόσωπα για μένα. Ο Μάνος Λοΐζος, σε πάρτι φίλων του, στην Αθήνα. – Έπαιζαν μαζί σου όλοι αυτοί; Τι θυμάσαι; Δεν θυμάμαι. Αλλά αυτοί θυμούνται πως έπαιζαν μαζί μου. Μου το λένε. – Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θυμάσαι από τη ζωή σου; Τον μπαμπά μου στο σπίτι να τραγουδάει, να παίζει στην κιθάρα. Αυτό, άλλωστε, ήτανε και το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του. Ήχους δεν θυμάσαι; Μελωδίες; Όχι, όχι. Μόνο την εικόνα του. Τον θυμάμαι επίσης πώς έκανε κι όταν έχανε ο ΠΑΟΚ (γελάει). Τον αισθάνομαι πιο πολύ κοντά μου όταν ακούω τη φωνή του από τις κασέτες, παρά όταν ακούω την μουσική του. Η φωνή του, καθώς μιλάει, τον «φέρνει» μπροστά μου. – Υπάρχει η εντύπωση πως δεν πιεζόταν πολύ ο Λοΐζος, πως ήταν πολύ cool ως άνθρωπος… Και τότε γιατί ανέβαζε κάθε λίγο και λιγάκι πίεση 26; Και μόνο ο καημός που είχε για την ΑΕΠΙ και την ΕΜΣΕ, κι η δουλειά που είχε ρίξει εκεί… Από τους αγώνες του Μάνου Λοΐζου για την ΕΜΣΕ (Ένωση μουσικοσυνθετών-στιχουργών Ελλάδος). Στα δεξιά του, κάθονται ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. – Λύσε μου μια απορία. Υπάρχουν τρεις εκδοχές για τον τόπο γέννησης του μπαμπά σου: Η μία λέει πως γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η άλλη στους Αγίους Βαβατσινιάς της Κύπρου και η τρίτη στη Λακατάμια. Τι ισχύει; Η Αλεξάνδρεια. Εκεί πήγε και σχολείο. Ωστόσο, ο μπαμπάς του, ο παππούς μου ο Αντρέας, είχε γεννηθεί στους Αγίους Βαβατσινιάς, της επαρχίας Λάρνακας. Η γιαγιά μου, η Δέσποινα, ήταν από τη Ρόδο. Άρα ήταν μισός Κύπριος, όπως κι εγώ κατά κάποιο τρόπο. Γι’ αυτό και θα ‘θελα να κάνουμε πολλά πράγματα στην Κύπρο για τον Μάνο. Νομίζω πως του το οφείλω. Και του το οφείλει και η Κύπρος. – Καθώς μου μιλάς πάντως, είναι σα να ακούω τη Χαρούλα. Η φωνή σου έχει το ηχόχρωμά της… Αλήθεια; Χαίρομαι που μου το λες. Αγαπάω πολύ τη Χαρούλα. Μου στάθηκε σε δύσκολες στιγμές. Και την ευχαριστώ γι’ αυτό. Την εκτιμώ, τη θαυμάζω. Όπως και όλη η Ελλάδα, άλλωστε. – Εσύ τι μουσική ακούς; Ό,τι ακουμπάει στην καρδιά μου. Δεν έχω στεγανά. Και, βέβαια, τον μπαμπά μου. Πέρασαν τόσα χρόνια κι ακόμα μαθαίνω τη μουσική του, μικρές λεπτομέρειες που συνεχώς ανακαλύπτω. Κάθε μέρα καταλαβαίνω πόσο σπουδαίος και ευφυής ήτανε. – Ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι από τον μπαμπά σου; Τα παιδικά του μου αρέσουν πολύ. Και τα «γράμματα στην αγαπημένη», με μελοποιημένα ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ, σε ελληνική απόδοση του Γιάννη Ρίτσου. – Όταν σου ζητάνε άδεια τραγουδιστές για να ερμηνεύσουν τραγούδια του μπαμπά σου, είσαι πολύ αυστηρή; Αυστηρή, δεν θα το ‘λεγα. Είπα, όμως, «όχι» στην Αφροδίτη Μάνου που είχε βάλει στίχους στο «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Το θεώρησα προσβολή. Και πήγα στα δικαστήρια, πρώτη φορά στη ζωή μου, γι’ αυτό. Ο Μάνος Λοΐζος, έφηβος, με τη θεία του Κωνσταντίτσα, στην Αλεξάνδρεια. – Εσύ δεν θέλησες ποτέ να ασχοληθείς με τη μουσική; Όχι, όχι, ποτέ. – Πώς ήσουνα ως παιδί; Ευαίσθητη; Πολύ. Πολύ. Πολύ κλάμα… – Πού βρισκόταν αυτή η ευαισθησία σου; Στο οτιδήποτε. Στο παραμικρό. Πατούσα ένα μυρμήγκι στο δρόμο και μ’ έπιαναν τα κλάματα. Τέτοιο χάλι (χαμογελάει). – Έτσι λειτουργούσε κι ο μπαμπάς σου; Από όσο θυμάμαι, ναι. Ήταν πολύ ευαίσθητος. – Η μαμά σου; Όχι. Η μαμά μου ήταν πολύ πιο σκληρή. – Ήσουνα πιο κοντά με τη μαμά σου παρά με τον μπαμπά σου; Ναι. Ναι. Ήταν κάτι που ήθελε και η μαμά μου. – Ποια άλλη έντονη εικόνα έχεις στο μυαλό σου από τον Μάνο; Η αλήθεια είναι ότι έχω σβήσει πολλά πράγματα από το μυαλό μου, όπως σου έχω πει. Δεν θυμάμαι πολλά. Θα ‘θελα να ‘χω, κάποιες φορές, πιο πολλές εικόνες, αλλά δεν έχω. Και, μερικές φορές, είναι κουραστικό να μη θυμάσαι.Ο Μάνος Λοΐζος μαζί με τον πατέρα του, Αντρέα, ο οποίος καταγόταν από τους Αγίους Βαβατσινιάς, της επαρχίας Λάρνακας. – Είναι περίεργο αυτό πάντως… Μάλλον είναι κάτι σαν άμυνα. Γιατί πάντοτε με στενοχωρούσαν πολύ. Και πολλά. Για πολλά χρόνια, ξέρεις, αισθανόμουν μεγάλο «βάρος» αυτές όλες τις αναμνήσεις. Όταν ήμουνα επτά ετών ο πατέρας μου χώρισε από τη μητέρα μου, παντρεύτηκε μία άλλη γυναίκα… Όλο αυτό ήταν για μένα εφιάλτης, έτσι όπως μου το φτιάξανε. – Έτσι όπως σου ειπώθηκε; Έτσι όπως λειτουργούσε η σχέση μεταξύ των τριών αυτών ανθρώπων: Του μπαμπά μου, της μαμάς μου και της δεύτερης γυναίκας του μπαμπά μου. – Της ηθοποιού Δώρας Σιτζάνη. Ακριβώς. Δεν ήτανε δουλειά ενός παιδιού να βρίσκεται ανάμεσα σε κάτι που αφορούσε αυτούς τους ανθρώπους και τις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά εμπλεκόμουν. – Συναισθηματικά; Κυρίως. Στο ‘χω πει: Ήμουνα ένα πολύ ευαίσθητο παιδί. Η Μυρσίνη, 6 ετών, μαθήτρια στο δημοτικό σχολείο. – Μοναχική; Ήμουν ένα πολύ μαζεμένο παιδί. Και ενοχικό. – Τι φοβόσουν; Δεν ξέρω, αλλά αυτό μου ‘χει μείνει. Αν και από φωτογραφίες μου, έτσι όπως με κοιτάω, μια χαρά χαρούμενη με βλέπω. – Ήτανε και η εποχή βέβαια… Μιλάμε για το ’67, για τη σύλληψη του μπαμπά, για το χωρισμό του μπαμπά και της μαμάς – όλα αυτά τα έχω πάρει μέσα μου. Και τα κουβαλάω ακόμη. – Είχες ανέκαθεν καλές σχέσεις με τον μπαμπά σου; Ναι. – Δεν άλλαξε κάτι από τότε που παντρεύτηκε μία άλλη γυναίκα; Μεταξύ μας, όχι. Άλλαξαν πολλά πράγματα όμως, επειδή έφυγε απ’ το σπίτι. Και η δεύτερη σύζυγος του μπαμπά μου ήταν μία ειδική περίπτωση γυναίκας. Σεπτέμβριος 1982. Η κηδεία του Μάνου Λοΐζου, στην Αθήνα. Διακρίνονται η Μελίνα Μερκούρη, ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Δημήτρης Κατοίκος. – Τι είδους άνθρωπος ήταν η δεύτερή του γυναίκα; Ήταν ένας άνθρωπος με περισσότερα προβλήματα από εμάς. Ήταν ψυχολογικά, κυρίως, τα θέματά της. – Ήταν τόσο κοντά σου ο μπαμπάς σου όσο θα ήθελες ως παιδί, αλλά και ως έφηβη αργότερα; Όχι. Ο μπαμπάς μου δεν ήταν κοντά μου όσο θα τον ήθελα. Πιο πολύ τον έχω ζήσει μέσα από τα βίντεο που τον έχω δει μετά, μετά τον θάνατό του, παρά όσο ζούσε. Ξέρω ότι με προστάτευε πολύ, ξέρω ότι ήταν εκεί, ξέρω ότι με λάτρευε, αλλά δεν τον θυμάμαι πολύ ως παρουσία. Όπως ίσως θα επιθυμούσε ένα παιδί. – Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι χώρισε απ’ τη μαμά σου; Ίσως. – Νομίζω πως όλα αυτά που βίωσες αργότερα στη ζωή σου, θα λύνονταν αν είχες συχνότερη επαφή με τον μπαμπά σου, από τα 7 σου που χώρισε απ’ τη μαμά σου μέχρι τα 16 σου που τον έχασες… Ναι. Κι αν δεν ήτανε κι εκείνος τόσο κλειστός χαρακτήρας. Γιατί ήτανε κι εκείνος πολύ κλειστός, όπως ήμουν κι εγώ άλλωστε. Ο Μάνος Λοΐζος, σε ηλικία 14 ετών, κάνει μαθήματα βιολιού, στην

Αλεξάνδρεια. – Κάκιωσες ποτέ μαζί του που ερωτεύτηκε μία άλλη γυναίκα και χώρισε απ’ τη μαμά σου; Κάκιωσα πιο πολύ που, παρά την αγάπη που είχαμε μεταξύ μας, πέθανε. Όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται. Δεν το δεχόμουν! Τον έβριζα παντού! – Περίεργη αντίδραση… Έτσι το αισθάνθηκα. Πως «ο μπαμπάς έφυγε και μ’ άφησε!». – Θυμάσαι τις τελευταίες κουβέντες του μπαμπά σου, πριν φύγει για τη Μόσχα το 1982, από όπου δεν επέστρεψε ζωντανός; Ήτανε μέσα στο ασανσέρ. Μέσα στο ασανσέρ ήταν και η μητέρα μου. Της είπε: «Δεν θα ξαναγυρίσω από εκεί». Η μητέρα μου γύρισε και του είπε «τότε μην φύγεις», κι εκείνος της απάντησε: «Όχι, όχι, θα φύγω». Αυτές ήταν οι τελευταίες του κουβέντες. Τον θυμάμαι κι απ’ τα γενέθλιά μου, την προηγούμενη μέρα. Τα γενέθλιά μου ήταν στις 15 Αυγούστου κι εκείνος έφυγε στις 16 Αυγούστου για τη Μόσχα, για το νοσοκομείο. Ήμασταν όλοι μαζί στο σπίτι, ο μπαμπάς είχε δεμένο το χέρι, το στόμα του ήταν στραβό από το εγκεφαλικό. Αυτά. Πέθανε τελικά στα γενέθλια της μητέρας μου, στις 17 Σεπτεμβρίου. – Μοιραίο… Μοιραίο, ναι.Η Μυρσίνη, 12 ετών, έξω από το πατρικό της σπίτι, στο Χολαργό. – Ζούσε μαζί σας τον τελευταίο καιρό– Πιστεύεις πως η μαμά σου δεν ξεπέρασε ποτέ τον Μάνο; Νομίζω μόνο στα λόγια. – Από τη μαμά σου, τι θυμάσαι; Μία υπερβολική αγάπη προς εμένα, η οποία είχε μέσα και στοιχεία χειραγώγησης. Ο Μάνος Λοΐζος με τον Διονύση Σαββόπουλο, στη Θεσσαλονίκη. – Αυτό ξεκίνησε αφότου χώρισε απ’ τον μπαμπά σου; Ναι. Ήμασταν σαν δύο κολλητές. Το οποίο, για την κόρη, δεν είναι καλό. Εγώ, για παράδειγμα, δεν μπορώ να το κάνω αυτό στην κόρη μου. Με την υπερπροστασία δεν ελευθερώνεται ποτέ το παιδί. – Τι θυμάσαι από την κηδεία του μπαμπά σου; Ήταν κάτι πολύ έντονο. Πολύς κόσμος –απ’ ό,τι μάθαμε αργότερα, ήταν γύρω στις δέκα χιλιάδες άτομα εκεί– και θυμάμαι ανθρώπους να προσπαθούν να με προστατεύσουν. Φορούσα ένα μαντήλι με κάτι μοβ λουλουδάκια… Θυμάμαι τον παππού μου, τη μαμά μου, να είμαστε μια αγκαλιά. Έτσι ήμασταν και στο αεροδρόμιο, όταν τον έφεραν από τη Μόσχα. Εκεί ήταν ο Σαββόπουλος, ο Νταλάρας… Μια αγκαλιά, απέναντι σ’ αυτό το φοβερό γεγονός. Ο Μάνος Λοΐζος με τον Διονύση Σαββόπουλο, στη Θεσσαλονίκη. – Από τα 16 σου που πέθανε ο μπαμπάς σου, μέχρι τα 52 που είσαι σήμερα, πώς ήταν η ζωή σου; Ήταν, θα έλεγες, μία ευτυχισμένη, μία «κανονική» ζωή; Ήταν μία κανονική ζωή. Ούτε ευτυχισμένη, ούτε δυστυχισμένη. Κάτι ενδιάμεσο. Πέρασα και χρόνια δυστυχίας, βέβαια. Πολύ σκοτάδι. Αλλά βγήκα απ’ αυτά. Κι όλα μου μάθανε κάτι. – Οι δυστυχίες σου πού βρίσκονταν; Στον φόβο της απώλειας, κυρίως. Τώρα είμαι μια χαρά, γιατί παίρνω τεράστια δύναμη απ’ την κόρη μου, είμαι δίπλα της, είναι δίπλα μου και νιώθω ότι είμαι οικογένεια μαζί της. Δεν έχω άλλους συγγενείς, άλλωστε. – Είσαι παντρεμένη; Χωρισμένη. Ο άντρας μου ήταν ο ποιητής Γιώργος Δομιανός, με τον οποίο όμως έχω πάρα πολύ καλές σχέσεις. Αν δεν ήταν αυτό τον καιρό δίπλα μου, δεν θα μπορούσα να αντιμετωπίσω όλα όσα συμβαίνουν. – Πού δούλεψες μέχρι τώρα; Τελείωσα κοινωνική λειτουργός, στην Πάτρα. Μετά έφυγα από εκεί, ήρθα στην Αθήνα και μπήκα στη «Βακαλό», τελείωσα γραφίστρια, κάναμε μία εταιρεία με τον τότε άντρα μου web design, περάσαμε στην ψηφιακή μορφή κι εκεί δούλεψα πολλά χρόνια. – Δεν ήσουνα από αυτές τις «κληρονόμους» που τα ‘χαν όλα έτοιμα από τα πνευματικά δικαιώματα, που δεν ήξεραν τι να τα κάνουν τα λεφτά; (γελάει) Είναι τραγικό ότι υπάρχει αυτή η εντύπωση. Να, μ’ αυτά όλα που έγιναν, επειδή ξέχασα να πάω να πληρώσω τη ΔΕΗ, έχασα και τον διακανονισμό που είχα. – Πόσα χρώσταγες; Κάπου τρία χιλιάρικα. Όπως πολύς κόσμος, δηλαδή. Κάθε μέρα σκέφτομαι τα έξοδα του μήνα, όπως όλοι. – Αισθάνεσαι παρεξηγημένη, τελικά, Μυρσίνη; Ξέρω ποια είμαι. Ξέρω τι κουβαλάω. Ξέρω τι ευθύνες έχω. Δεν με νοιάζει τι άποψη έχει ο καθένας. Τη ζωή μου τη ζω όπως θέλω εγώ, με βάση και τις αρχές και τις ιδέες που μου έδωσαν και οι γονείς μου. Ας γράφουν ό,τι θέλουν για μένα. Δεν θα ορίσουν οι άλλοι τη ζωή μου. – Το πιο σημαντικό σήμερα στη ζωή σου ποιο είναι; Το μέλλον της 15χρονης κόρης μου και το δικό μου. Το να συνεχίσουμε να ζούμε, το να δίνουμε και να παίρνουμε αγάπη. Το να είμαστε καλοί άνθρωποι.

Πηγή: philenews.com

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ