Η συγκλονιστική ιστορία του πρόσφυγα που από εφοπλιστής έγινε διακινητής – ΦΩΤΟ

Του Αλέξανδρου Κόντη, Φωτό: Στέλιος Ματσάγγος

Η πρώτη φορά που ο φακός της Realnews συνάντησε τον Μοχάμεντ και την οικογένειά του, ήταν στη Σκάλα Συκαμιάς, στα βόρεια της Λέσβου, τη στιγμή που μόλις είχε αποβιβαστεί από το φουσκωτό που τον μετέφερε από την Τουρκία. Η δεύτερη, ήταν στο Ελευθέριος Βενιζέλος, στο πλοίο που ναυλώθηκε ειδικά για να φέρνει στον Πειραιά τους πρόσφυγες που εξακολουθούν να φθάνουν κατά χιλιάδες στο νησί του βορείου Αιγαίου. Εκεί, στο κατάστρωμα του πλοίου, ο 48άχρονος Σύρος μοιράστηκε την συγκλονιστική του ιστορία, λέγοντας πως από εφοπλιστής, επιχείρησε να γίνει διακινητής προσφύγων

«Έχω έλθει πολλές φορές στον Πειραιά και στον Βόλο. Θυμάμαι εκείνη την περιοχή… Αλμυρός είναι το όνομά της. Ήταν πολύ ωραία χρόνια». Ο Μοχάμεντ, μιλά άπταιστα αγγλικά και λίγα ελληνικά. Στην Ταρτούς, το ιστορικό λιμάνι της Συρίας, είχε ναυτιλιακή εταιρία και μία μεγάλη περιουσία, η οποία πλέον αποτελεί παρελθόν. «Ήμουν υποστηρικτής του Άσαντ. Όταν όμως ξεκίνησε ο εμφύλιος ήθελαν να μου πάρουν την εταιρία κι έτσι με κατηγόρησαν ότι βοηθούσα τους αντικαθεστωτικούς. Φυσικά ήταν όλα ψέματα, αλλά δεν κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το καθεστώς»…

Ο Μοχάμεντ πιστεύει πως αν δεν είχε εγκαταλείψει τη χώρα του, σήμερα θα ήταν έγκλειστος σε κάποιο κελί, ή νεκρός. «Έχασα τα πάντα, την δουλειά μου, το σπίτι, και σχεδόν όλα μου τα χρήματα. Όμως δε είχα άλλη επιλογή. Αν δεν έφευγα θα ήμουν στην φυλακή, ίσως θα με είχαν ήδη σκοτώσει».

Η φυγή του από την Ταρτούς της Συρίας έγινε οδικώς. Σε κάθε στάση της προσφυγικής οδύσσειας, η εκμετάλλευση είναι παρούσα. «Πήρα την γυναίκα μου και τα τέσσερα παιδιά μας και μέσω Λιβάνου, φύγαμε αεροπορικώς για την Τουρκία. Το αεροπορικό εισιτήριο που πληρώσαμε ήταν από τη Βυρηττό μέχρι τα Άδανα της Τουρκίας και κόστισε 560 δολάρια το άτομο. Πριν τον πόλεμο, το ίδιο εισιτήριο κόστιζε 90 δολάρια»…

Τρία χρόνια πέρασαν στην Τουρκία για τον Μοχάμεντ και την οικογένειά του και τα χρήματα τέλειωσαν. Τότε, παραδέχεται ότι αποφάσισε να παρανομήσει. «Το πιο ακριβό ‘εισιτήριο’ που πουλούν οι διακινητές κοστίζει 5.000 δολάρια. Με τόσα λεφτά, σε πάνε μέχρι την Ιταλία. Όταν τα λεφτά μου τελείωσαν, έπρεπε να βρω μια πηγή χρηματοδότησης για την οικογένειά μου. Ντρέπομαι που το λέω αλλά προσφέρθηκα να γίνω ο καπετάνιος ενός γιοτ, που ξεκίνησε από την Αττάλεια με προορισμό τη Σικελία». Ο Μοχάμεντ όμως απέτυχε. Οι προσβάσεις του στην ιεραρχία της τούρκικης μαφίας διακινητών ήταν εξαιρετικά περιορισμένες, δεν είχε καμία προστασία από τα παρακλάδια των κυκλωμάτων στις Αρχές κι έτσι το τούρκικο λιμενικό τον κυνήγησε. «Είχα μαζί μου 150 άτομα. Μας εντόπισε το τούρκικο λιμενικό και άρχισαν να με κυνηγούν. Μας ακολούθησαν για περίπου 70 μίλια και μετά μας εμβόλισαν. Ήταν πραγματική σύγκρουση, το γιοτ έγινε κομμάτια και  βυθίστηκε. Πέσαμε όλοι στη θάλασσα, ευτυχώς δεν πνίγηκε κανείς. Στην ανάκριση που έγινε, δεν κατάλαβαν ότι ήμουν εγώ ο καπετάνιος, κι έτσι με άφησαν να φύγω».

Τα μέλη των κυκλωμάτων διακίνησης προσφύγων του είχαν υποσχεθεί μια εξαιρετικά παχυλή αμοιβή. Τελικά όμως, δεν του έδωσαν τίποτα. «Μου είχαν πει ότι θα μου δώσουν 10.000 δολάρια μαζί με την δωρεάν μεταφορά της οικογένειάς μου στην Ιταλία. Επειδή όμως δεν τα κατάφερα, δεν πήρα καμία αμοιβή».  

Μετά την ανεπιτυχή του απόπειρα να γίνει διακινητής, ο Μοχάμεντ έφυγε οδικώς για τις ανατολικές ακτές του Αιγαίου. «Έδωσα 4.400 δολάρια για εμένα, την γυναίκα μου και τους δύο γιους μου, δεν χρέωσαν καθόλου για την κόρη μου επειδή είναι 6 ετών. Μετά, από μια ώρα ήμασταν στη Λέσβο». Στο δρόμο για τη Μυτιλήνη από τη Συκαμιά, ο Μοχάμεντ και η οικογένειά του σταμάτησαν στο χωριό Μανταμάδος. «Εκεί, κάποιος Έλληνας μου ζήτησε 400 ευρώ για να μας πάει με αυτοκίνητο μέχρι τη Μυτιλήνη. Προτίμησα να περπατήσω…».

Πλέον το μόνο που θέλει είναι να καταφέρει να φτάσει στη Γερμανία. «Έχω συγγενείς στο Αμβούργο. Είναι η αδερφή μου και η οικογένειά μου. Ματώνω που εγκαταλείπω την πατρίδα μου, αλλά νομίζω πως δεν θα έχω την ευκαιρία να ξαναγυρίσω. Ο πόλεμος αυτός δυστυχώς θα συνεχιστεί για πολλά ακόμη χρόνια»…

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ