Παυλόπουλος: Διάβρωση της δημοκρατίας, λόγω των ακραίων εκφάνσεων του νεοφιλελευθερισμού

Την έναρξη των εργασιών του 6ου ετήσιου «Αthens Democracy Forum» με θέμα: «Democracy in Danger: Solutions for a changing world» κήρυξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος. Υπογράμμισε ότι οι κίνδυνοι για τους δημοκρατικούς θεσμούς και, συνακόλουθα, για τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου όχι μόνο δεν μειώνονται, αλλά, αντιθέτως, πολλαπλασιάζονται, σε παγκόσμιο επίπεδο. Χαρακτήρισε εξαιρετικά ανησυχητικό το γεγονός, ότι οι νέοι κίνδυνοι υπονόμευσης των δημοκρατικών θεσμών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, «υποδόριοι» και δυσχερώς ανιχνεύσιμοι.

Ο κ. Παυλόπουλος επικεντρώθηκε, κατά την ομιλία του, στη διάβρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας λόγω της επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» και των ακραίων εκφάνσεων του νεοφιλελευθερισμού, η οποία εξελίσσεται ως άκρως επικίνδυνος διαβρωτικός μηχανισμός του κανόνα δικαίου, της αρχής της νομιμότητας και, εν τέλει, του κράτους δικαίου, ως κορυφαίας θεσμικής και πολιτικής αντηρίδας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και αναφέρθηκε στους «συμμάχους», που μπορεί να αναζητήσει η έννομη τάξη απέναντι σε όλους αυτούς τους κινδύνους.

Όπως ανέφερε, ένας πρώτος σύμμαχος θα ήταν, και μάλιστα με πολλές δυνατότητες και αντίστοιχες προσδοκίες ο, lato sensu, νομοθέτης. Ξεκινώντας από τον εθνικό νομοθέτη, που διαθέτει την δύναμη παραγωγής δημοκρατικώς νομιμοποιημένων κανόνων δικαίου, με θεσμικό «εγχειρίδιο» τον τυπικό νόμο και την κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενη, από την εκτελεστική εξουσία, κανονιστική διοικητική πράξη. Και φθάνοντας ως τη διεθνή, και πάλι υπό την ευρεία του όρου έννοια, Νομοθετική Εξουσία, εντός της οποίας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και παρατήρησε ότι αυτή η πρώτη «συμμαχία» δεν έχει αποδώσει ως τώρα τα αναμενόμενα.

Ειδικότερα, ο κ. Παυλόπουλος υποστήριξε, ότι ο Εθνικός Νομοθέτης, μολονότι διαθέτει τη μεγαλύτερη δυνατή δημοκρατική νομιμοποίηση μέσα από την πηγή της λαϊκής κυριαρχίας και τη δομή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δεν ανθίσταται, όσο θα μπορούσε στην πραγματικότητα, στην ισχυρή πίεση της «απορρύθμισης».

Στην πράξη, ο Εθνικός Νομοθέτης περισσότερο παράγει κανονιστικώς συμβιβαζόμενος με τις απαιτήσεις του εσωτερικού και του διεθνούς οικονομικού συστήματος και λιγότερο ανθίσταται, μέσω των κανόνων δικαίου εθνικής προέλευσης, στα ως άνω έξωθεν κελεύσματα, προκειμένου να θωρακίσει τους δημοκρατικούς θεσμούς, στους οποίους μάλιστα οφείλει και την γέννησή του και τη νομιμοποίησή του κατά την αποστολή του.

«Η στάση αυτή του Εθνικού Νομοθέτη εμφανίζει σημεία επικίνδυνης “κόπωσης” για Έννομες Τάξεις, οι οποίες τελούν σε καθεστώς νομοθέτησης υπό τα δεδομένα των “Μνημονίων” αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας» τόνισε ο κ. Παυλόπουλος και πρόσθεσε ότι ο Εθνικός Νομοθέτης χάνει ακόμη και βασικά “δομικά” στοιχεία της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που του αναγνωρίζει το Σύνταγμα, κατά την άσκηση της Νομοθετικής Εξουσίας, με την μετατροπή και μετάλλαξη της ευχέρειας αυτής σε δέσμια αρμοδιότητα επίτευξης αμιγώς δημοσιονομικών στόχων μέσω κανόνων δικαίου. Και με μέτρο αποτίμησης της συνταγματικότητάς τους το δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον».

Ακολούθως, σημείωσε, ότι στην ίδια, «διστακτική», κατεύθυνση κινείται και ο Ευρωπαίος Νομοθέτης, σημειώνοντας ότι οι κανόνες δικαίου που θεσπίζει υποκύπτουν, πρωτίστως, στις απαιτήσεις της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας και της πορείας του ευρώ στον ταραγμένο ωκεανό της παγκόσμιας οικονομικής και νομισματικής κρίσης. Και πολύ λιγότερο υπακούουν στις επιταγές θεσμικής ανάταξης της Ευρωπαϊκής Έννομης τάξης και του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, σύμφωνα με τον προορισμό τους και τον παραδοσιακό πολιτισμικό τους προσανατολισμό, ο οποίος «δείχνει» πάντα προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής οργάνωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και της θωράκισης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ιδίως δε των δικαιωμάτων εκείνων που συνθέτουν το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου.

«Όσο για τον stricto sensu Διεθνή Νομοθέτη, η συμβολή του στην υπεράσπιση του Κράτους Δικαίου και του κανόνα δικαίου είναι ακόμη λιγότερο αποτελεσματική» ανέφερε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πρόσθεσε: «Τούτο οφείλεται, ιδίως, στην εκ γενετής θεσμική «αναπηρία» της Διεθνούς Έννομης Τάξης, της οποίας οι κανόνες είναι, σε ορισμένα κρίσιμα πεδία, σχεδόν leges imperfectae, δοθέντος ότι δεν βρίσκουν πραγματικό κανονιστικό στήριγμα σε οργανωμένους και αποτελεσματικούς κυρωτικούς μηχανισμούς» ανέφερε.

Πραγματικό θεσμικό «σύμμαχο» του Κράτους Δικαίου και του κανόνα δικαίου χαρακτήρισε τον Δικαστή, μέσα από την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και πρόσθεσε ότι «η Δικαστική Εξουσία εν γένει δεν έχει ως τώρα αναπτύξει, μέσα σ’ αυτή τη «σκοτεινή» οικονομική και κοινωνική συγκυρία, όλες τις δυνάμεις αντίστασης, τις οποίες διαθέτει θεσμικώς, έναντι των διαβρωτικών επιθέσεων που υφίσταται ο κανόνας δικαίου, η Έννομη Τάξη και το Κράτος Δικαίου».

Αναφερόμενος στον ρόλο του Εθνικού Δικαστή, τόνισε ότι πρώτος αυτός, είναι σε θέση ν’ αποκαταστήσει την κανονιστική ισχύ του κανόνα δικαίου, της Έννομης Τάξης και του Κράτους Δικαίου. Καταλυτικό συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι του Νομοθέτη είναι η δικαιοδοσία του να ελέγχει την αντισυνταγματικότητα των κάθε είδους, υποδεέστερης του Συντάγματος τυπικής ισχύος, κανόνων δικαίου και ν’ αποτρέπει, έτσι, την εφαρμογή τους. Με τον τρόπο αυτόν έχει την αρμοδιότητα, επιπλέον, να εμπλουτίζει υποστηρικτικώς το συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο και με τους κανόνες δικαίου του διεθνούς κανονιστικού περιγύρου.

Με τη σειρά του, ο Ευρωπαίος Δικαστής -στην ουσία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)- μπορεί να συμβάλει καθοριστικώς τόσο στην υπεράσπιση του ευρωπαϊκού θεσμικού κεκτημένου όσο ακόμη και στην κάλυψη του υφιστάμενου δημοκρατικού -οργανωτικού και κανονιστικού- ελλείμματος μέσα στην Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη. «Ακόμη και αν η ως σήμερα στάση του μάλλον φαίνεται να συμβαδίζει με την «παθητικότητα» του Ευρωπαίου Νομοθέτη ως προς την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών δημοκρατικών θεσμών. Ποτέ δεν είναι αργά. Και για την ακρίβεια, οφείλει να μην οδηγηθεί σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις ως προς το δικαιοδοτικό του κύρος» ανέφερε.

Ακολούθως, επισήμανε: Πρώτον, τη σύμπλευση του ΔΕΕ με τον Εθνικό Δικαστή στην επιχείρηση προάσπισης των δημοκρατικών θεσμών και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την έννοια, ότι θα ήταν εντελώς ανεδαφική -ίσως και, τελικώς, καταστροφική- κάθε αντιπαράθεσή τους σ’ έναν στείρο αγώνα επικράτησης του Ευρωπαϊκού έναντι του Εθνικού Δικαίου. Πολλώ μάλλον όταν αυτό είναι κανονιστικώς αδύνατο, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί την σημερινή της «πολιτειακή» δομή.

Δεύτερον, την ενεργοποίηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κατεύθυνση της συναγωγής συμπληρωματικών γενικών αρχών, οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό στόχο την κάλυψη των κενών του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου στο πλαίσιο της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Τρίτον, την εκ μέρους του ΔΕΕ πλήρη αξιοποίηση της κανονιστικής δύναμης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όπως διευκρίνισε, μια τέτοια αξιοποίηση πρέπει να τείνει προς δύο, κατά βάση, ερμηνευτικές κατευθύνσεις:

Η πρώτη αφορά την ερμηνευτική επιλογή, κατά την οποία τα δύο ως άνω, προστατευτικά των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κείμενα, φυσικά καθένα με τη νομική του ιδιοσυστασία, ερμηνεύονται ως κατευθυντήριες γραμμές για την όλη εφαρμογή του πρωτογενούς και παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου. ‘Αρα, in dubio, το δίκαιο αυτό ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΣΔΑ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και η δεύτερη αφορά την ερμηνευτική επιταγή, κατά την οποία τα όσα κανονιστικά κενά εμφανίζουν, ενδεχομένως, τα ως άνω κείμενα καλύπτονται με την, και πάλι in dubio, ερμηνεία υπέρ της πληρότητας και της αποτελεσματικότητας του ευρωπαϊκού συστήματος προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Τέλος, ο Πρόεδρος υπογράμμισε τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επισημαίνοντας ότι οφείλει, σύμφωνα με τον προορισμό του, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει την ΕΣΔΑ όχι μόνο σύμφωνα με τον αρχικό κανονιστικό προορισμό της, δηλαδή ως αυτοτελές πλαίσιο προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αλλά και ως σύστημα κανόνων δικαίου που επηρεάζει, έστω και εμμέσως ακόμη, την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη ώστε να διασφαλίζει πλήρως τα κάθε είδους Δικαιώματα του Ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών.

«Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από την μια πλευρά πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις της ΕΣΔΑ με τρόπο που αποβαίνει υπέρ της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις αυτού τούτου του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παράγωγου -βεβαίως όταν και στο μέτρο που έχει σχετική δικαιοδοσία- έτσι ώστε να εφαρμόζονται υπό το πνεύμα της ΕΣΔΑ. Και όχι υπό την επιρροή των αμιγώς οικονομικής και νομισματικής λογικής κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, κατ’ εξοχήν δε του παραγώγου» κατέληξε ο κ. Παυλόπουλος.

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ