Η «ελαφρότητα» του νέου δικομματισμού

Η «ελαφρότητα» του νέου δικομματισμού

Η 39η επέτειος της αποκατάστασης της δημοκρατίας, που «γιορτάσαμε» την περασμένη Τετάρτη, βρήκε τη χώρα μας στο χειρότερο σημείο της μεταπολιτευτικής της πορείας. Οικονομικά καθημαγμένη, πολιτικά παρηκμασμένη και ηθικά σχεδόν παράλυτη. Η κρίση, που γίνεται κάθε μέρα και πιο βαθειά, έχει πλέον γενικευθεί. Και οι επιπτώσεις της σε όλο το φάσμα της εθνικής μας ζωής και δραστηριότητας είναι καταλυτικές. Η ελληνική κοινωνία βιώνει την κατάθλιψη και την απογοήτευση, συναισθήματα που τροφοδοτεί ολοένα και πιο έντονα μια αίσθηση αδιεξόδου που έχει κυριεύσει τους πολίτες. Αίσθηση που «παράγεται» από την πολιτική μας σκηνή και την αδυναμία της να συγκροτήσει και να θέσει σε εφαρμογή ένα ολοκληρωμένο και πειστικό εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Το πολιτικό μας προσωπικό αποδεικνύεται, για μια ακόμη φορά, κατώτερο των περιστάσεων. Οι πολιτικοί μας ταγοί περιορίζονται είτε σε ρόλους εντολοδόχων -και στην καλύτερη περίπτωση εισηγητών- της τρόικας, είτε σε ρόλους στείρας αντιπολίτευσης και καταγγελίας, χωρίς ίχνος θετικής προσέγγισης στα πράγματα. Οι προτάσεις απουσιάζουν. Και ο πολιτικός διάλογος διεξάγεται με όρους περασμένων δεκαετιών, μέσα σε ένα νοσηρό και ακραία διχαστικό κλίμα.

ΕΙΝΑΙ ΕΞΟΧΩΣ χαρακτηριστικό ότι σε μια περίοδο που απαιτείται στον ύψιστο βαθμό εθνική ενότητα και συνεννόηση για την αντιμετώπιση της ύφεσης, της φτώχειας και της ανεργίας, που αποσαθρώνει με μεγάλη ταχύτητα τον κοινωνικό μας ιστό, τα περισσότερα πολιτικά μας κόμματα όχι μόνο δεν εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά αντίθετα μάλιστα γυρίζουν τη χώρα 60-65 χρόνια πίσω, στη μετεμφυλιακή περίοδο. Οι διάλογοι στη Βουλή και στα παράθυρα των τηλεοπτικών σταθμών χαρακτηρίζονται από πρωτοφανή οξύτητα. Οι πολιτικοί «διαξιφισμοί» είναι εκρηκτικοί και σπάνια αφορούν την ουσία των λαϊκών προβλημάτων. Η συζήτηση ως επί το πλείστον δεν αφορά το παρόν και το μέλλον της χώρας, αλλά το παρελθόν της. Και διεξάγεται με τρόπο ακραίο και εμπρηστικό. Τα υψηλά ντεσιμπέλ και ο διαρκώς αυξανόμενος πολιτικός ηλεκτρισμός τροφοδοτούνται συνήθως βάσει σχεδίου και χρησιμοποιούνται ως «εργαλεία», με μοναδικό στόχο να καλυφθεί η ανικανότητα του παραπαίοντος πολιτικού συστήματος και να «συσπειρωθεί» το όποιο εναπομείναν ακροατήριό του… Και βέβαια η τακτική αυτή έχει πρόσκαιρα μόνον αποτελέσματα. Μεσοπρόθεσμα υπονομεύει ακόμη περισσότερο την ήδη κλονισμένη αξιοπιστία της πολιτικής μας ζωής, ενισχύει το επικίνδυνο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και διευρύνει, αντί να κλείνει, τα υπάρχοντα κοινωνικά ρήγματα.

Ο ΝΕΟΣ ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΣ, Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ, που ήρθε να αντικαταστήσει κατά το ένα σκέλος -αυτό του ΠΑΣΟΚ- τον παλαιό, αποδεικνύεται μέχρι τώρα χειρότερος. Τα δυο «μεγάλα» κόμματα της εποχής μας αδυνατούν να συνεννοηθούν ακόμη και για τα στοιχειώδη, ακόμη και για όσα έχουν αυτονόητη εθνική υποχρέωση σύγκλισης. Αλληλοκατηγορούνται μάλιστα συνεχώς, με τρόπο που δεν απαξιώνει μόνο τα ίδια και την πολιτική προσπάθειά τους, αλλά πολύ συχνά και τους δημοκρατικούς μας θεσμούς. Οταν για παράδειγμα η Ν.Δ. συγκρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ με τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, αναπτύσσοντας τη θεωρία των δύο άκρων ή όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί τη Ν.Δ. ότι ονειρεύεται μελλοντικές συμπράξεις με το φασιστικό αυτό μόρφωμα, είναι ολοφάνερο ότι όχι μόνον το ένα κόμμα πλήττει το άλλο, αλλά και τα δύο μαζί υπονομεύουν και δυναμιτίζουν την πολιτική ομαλότητα. Υπονομεύουν και δυναμιτίζουν το ήπιο πολιτικό κλίμα, που οφείλουν να καλλιεργούν και να εμπεδώνουν στη χώρα την ώρα της μεγάλης εθνικής περιπέτειας. Λεκτικές ακρότητες με «άρωμα» εμφυλιακής σύγκρουσης, για τα… γουναράδικα και τον Μελιγαλά ή τον Γράμμο και το Βίτσι, αποδεικνύουν επιεικώς πολιτική ελαφρότητα και ανοησία. Και μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά επικίνδυνες σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία βιώνει τα έσχατα όρια εξαθλίωσης…

Ν.Δ. ΚΑΙ ΣΥΡΙΖΑ έχουν εθνικό χρέος να κρατούν τον πολιτικό τους διάλογο σε υψηλό επίπεδο. Και κυρίως έχουν χρέος να μεταφέρουν το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης στα μεγάλα και τα σημαντικά για το σήμερα και το αύριο του λαού μας. Εχουν επίσης χρέος να διατηρούν ανοικτή τη δυνατότητα της συνεννόησής τους και αν καταστεί αναγκαίο της συνεργασίας τους σε θέματα υψίστης εθνικής προτεραιότητας και σημασίας, χωρίς αυτό να «ακυρώνει» τις δεδομένες σημαντικές ιδεολογικές και πολιτικές τους διαφορές. Η εφημερίδα αυτή ούτε υποστηρίζει, ούτε εύχεται τη δημιουργία του λεγόμενου μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ, που ορισμένοι συζητούν ήδη χαμηλόφωνα στο παρασκήνιο της πολιτικής μας ζωής. Και αυτό γιατί κάτι τέτοιο θα σημάνει ότι η χώρα βρέθηκε μπροστά στο χείλος του γκρεμού και δεν υπάρχει άλλος τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης. Υποστηρίζει, όμως, με παρρησία ότι οι πολιτικές δυνάμεις του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου οφείλουν να καλλιεργούν και να συντηρούν τις απαραίτητες εκείνες προϋποθέσεις πολιτικού πολιτισμού, που θα τους επιτρέψουν αν χρειαστεί, έστω και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, έστω και με περιορισμένη πολιτική ατζέντα, να συνεννοηθούν και να συγκλίνουν για το καλό της πατρίδας. ´Η μήπως -τελικά- αυτό δεν τους ενδιαφέρει;

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ