Κομμουνιστικό Μανιφέστο

Στην διαδικτυακή ψηφοφορία που οργανώθηκε στα τέλη του 2015 στη Βρετανία από την Βρετανική Βιβλιοθήκη και το Βρετανικό Συμβούλιο για τις Τέχνες και τις Κλασσικές Σπουδές, στην πρώτη 5άδα των πιο σπουδαίων ακαδημαϊκών κειμένων με την μεγαλύτερη επιρροή όλων των εποχών (η λίστα των βιβλίων καταρτίστηκε με τη συνεργασία ακαδημαϊκών, βιβλιοπωλών, βιβλιοθηκονόμων, εμπειρογνωμόνων και εκδοτών), μαζί με την «Καταγωγή των Ειδών» του Δαρβίνου, την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, τα «Απαντα» του Σαίξπηρ και την «Κριτική του Καθαρού Λόγου» του Καντ, ανακηρύχτηκε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».

Το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» εκδόθηκε τέτοιες μέρες πριν από 168 χρόνια, τις  τελευταίες ημέρες του Φλεβάρη του 1848 (οι περισσότερες πηγές αναφέρουν ως επικρατέστερη ημερομηνία έκδοσής του την 21η του μηνός).

Υπήρξε το πρώτο προγραμματικό κείμενο του επιστημονικού κομμουνισμού και το πρώτο Πρόγραμμα μιας διεθνούς κομμουνιστικής οργάνωσης, όπου για πρώτη φορά αναπτύχθηκαν συστηματικά και ολοκληρωμένα όλες οι βασικές ιδέες του μαρξισμού.

                                   

Το «Μανιφέστο» γράφτηκε από τους Μαρξ και Ένγκελς για τις ανάγκες ύπαρξης ενός θεωρητικού και πρακτικού προγράμματος της «Ένωσης Κομμουνιστών».

 Όπως γράφουν οι  οι συγγραφείς του στον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης του 1872 «η “Ένωση των Κομμουνιστών”, μια διεθνής εργατική ένωση, που στις τοτινές συνθήκες μπορούσε φυσικά να ‘ναι μονάχα μυστική, στο Συνέδριο που έγινε στο Λονδίνο, ανέθεσε στους υποφαινόμενους να συντάξουν ένα διεξοδικό θεωρητικό και πραχτικό πρόγραμμα του κόμματος που προοριζόταν για δημοσίευση. Έτσι γεννήθηκε το παρακάτω Μανιφέστο που το χειρόγραφό του ταξίδεψε στο Λονδίνο, για να τυπωθεί, λίγες βδομάδες πριν από την επανάσταση του Φλεβάρη» (σσ: επρόκειτο για την επανάσταση του 1848 στη Γαλλία).

Η «Ένωση Κομμουνιστών» (1847 – 1852) ήταν η πρώτη στην ιστορία Διεθνής Κομμουνιστική Οργάνωση. Ιδρύθηκε τον Ιούνη του 1847 με τη σύγκληση του 1ου συνεδρίου της το οποίο και αναδιοργάνωσε ριζικά την «Ένωση Δικαίων» που με πρόταση του Ένγκελς μετονομάστηκε σε «Ένωση Κομμουνιστών». Στο πρώτο συνέδριο, όπου πήρε μέρος μόνο ο Ένγκελς, με την αναδιοργάνωση και την έγκριση του καταστατικού της εκτός από τη μετονομασία αντικαταστάθηκε και το παλιό σύνθημα της «Ένωσης» («Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια») με το «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε».

Έδρα της «Ένωσης Κομμουνιστών» ήταν το Λονδίνο.

Ήταν στο 2ο συνέδριο που έγινε στο Λονδίνο (29 Νοέμβρη – 8 Δεκέμβρη 1847) που ανατέθηκε στους Μαρξ – Ένγκελς η διατύπωση προγράμματος και έτσι δημιουργήθηκε το αθάνατο έργο τους «Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος».

                                 

Η έκδοση του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος»,

που ξεκινά με την ιστορική φράση στην αρχή του κειμένου

 «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη: το φάντασμα του κομμουνισμού»

 που συντάχθηκε όπως αναφέρουν οι συντάκτες του γιατί

«είναι καιρός πια οι κομμουνιστές να εκθέσουν ανοιχτά μπροστά σ’ όλο τον κόσμο τις αντιλήψεις τους, τους σκοπούς τους, τις επιδιώξεις τους και ν’ αντιπαραθέσουν στο παραμύθι του κομμουνιστικού φαντάσματος ένα Μανιφέστο του ίδιου του κόμματος»

 και τελειώνει με το φλογερό κάλεσμα των εργατών όλου του κόσμου στον αγώνα για το γκρέμισμα του καθεστώτος της εκμετάλλευσης

«Οι κυρίαρχες τάξεις ας τρέμουν μπροστά στην κομμουνιστική επανάσταση! Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους. Αλλά θα κερδίσουν όλο τον κόσμο. ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ!»

 αποτελεί ένα γεγονός τεράστιας ιστορικής σημασίας καθώς, όπως βεβαιώνει η ανθεκτικότητα του έργου, αποτέλεσε μια πραγματική επανάσταση στην εξέλιξη της επιστήμης και στην ιστορία της κοινωνικής σκέψης.

Κατά τον Λένιν «το έργο αυτό χαρακτηρίζει με διαύγεια και σαφήνεια τη νέα κοσμοθεωρία, το συνεπή υλισμό που αγκαλιάζει επίσης και το χώρο της κοινωνικής ζωής, τη διαλεκτική ως την πιο πολύπλευρη και βαθιά διδασκαλία για την εξέλιξη, τη θεωρία της ταξικής πάλης και τον κοσμοϊστορικό ρόλο του προλεταριάτου, του δημιουργού μιας καινούριας κομμουνιστικής κοινωνίας»

Στην Ελλάδα το «Μανιφέστο» μεταφράστηκε για πρώτη φορά από τον λογοτέχνη Κώστα Χατζόπουλο, ο οποίος και είχε προσεγγίσει τις σοσιαλιστικές ιδέες από την περίοδο της διαμονής του στη Γερμανία και εκδόθηκε από το «Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών» το 1913. Τυπώθηκε στο τυπογραφείο της «Εφημερίδας των Εργατών» με το χαρακτηριστικό τίτλο, «Το κοινωνιστικό Μανιφέστο».

Έκτοτε έχει γνωρίζει δεκάδες εκδόσεις και επανεκδόσεις με αυθεντικότερη κατά τη γνώμη μας εκείνη του εκδοτικού οίκου «Σύγχρονη Εποχή» (απ’ όπου και τα αποσπάσματα που ακολουθούν).   

                              

Κατά τη γνώμη μας η ανθεκτικότητα του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου οφείλεται και στους εξής παράγοντες:

α) Δεν αντιμετωπίζει την Ιστορία σαν προϊόν εκείνου του παραμυθένιου αφηγήματος που τη θέλει να διαμορφώνεται από «πρίγκιπες», «βασιλόπουλα», «σωτήρες» και «πεφωτισμένους ηγέτες», αλλά ως προϊόν, τελικά, των ανθρώπων και των αλληλοσυγκρουόμενων μεταξύ τους συμφερόντων στο πλαίσιο των ταξικών κοινωνιών:

«Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι η ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με μια λέξη, καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε ακατάπαυστη αντίθεση μεταξύ τους, έκαναν αδιάκοπο αγώνα, πότε καλυμμένο, πότε ανοιχτό, έναν αγώνα που τελείωνε κάθε φορά με έναν επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την από κοινού καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν».

β) Το «Μανιφέστο» περιγράφει με διαύγεια τις τεράστιες δυνάμεις του καπιταλισμού, αλλά ταυτόχρονα προσδιορίζει με χειρουργική ακρίβεια τον νομοτελειακό χαρακτήρα των κρίσεών του, αφού οι «στενές» εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν την κοινωνική απόλαυση του παραγόμενου προϊόντος που οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής προτιμούν να σαπίζει εφόσον δεν τους αποφέρει κέρδος.  

«Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί αδιάκοπα τα εργαλεία παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή όλες τις κοινωνικές σχέσεις (…).

Με την εκμετάλλευση της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη διαμόρφωσε κοσμοπολίτικα την παραγωγή και την κατανάλωση όλων των χωρών. Προς μεγάλη λύπη των αντιδραστικών, αφαίρεσε το εθνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της βιομηχανίας (…).

Στη θέση των παλιών αναγκών, που ικανοποιούνταν από τα εθνικά προϊόντα, μπαίνουν καινούργιες ανάγκες που για να ικανοποιηθούν απαιτούν προϊόντα των πιο απομακρυσμένων χωρών και κλιμάτων. Στη θέση της παλιάς τοπικής και εθνικής αυτάρκειας και αποκλειστικότητας, μπαίνει μια ολόπλευρη συναλλαγή, μια ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών (…)

Η αστική τάξη μέσα στη μόλις εκατόχρονη ταξική κυριαρχία της δημιούργησε παραγωγικές δυνάμεις πιο μαζικές και πιο κολοσσιαίες από ό,τι όλες μαζί οι περασμένες γενιές. Υποταγή των δυνάμεων της φύσης, μηχανές, εφαρμογή της χημείας στη βιομηχανία και τη γεωργία, ατμοπλοΐα, σιδηρόδρομοι, ηλεκτρικοί τηλέγραφοι, εκχέρσωση ολόκληρων ηπείρων, διαρρύθμιση των ποταμών σε πλωτούς, ολόκληροι πληθυσμοί που ξεπετιούνται απ’ τη γη – ποιός άλλος προηγούμενος αιώνας θα μπορούσε να υποπτευθεί πως στους κόλπους της κοινωνικής εργασίας λαγοκοιμόνταν τέτοιες παραγωγικές δυνάμεις;».

Αλλά:

«Οι αστικές σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής, οι αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, η σύγχρονη αστική κοινωνία, που δημιούργησε τόσο ισχυρά μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, μοιάζει με το μάγο εκείνο που δεν καταφέρνει πια να κυριαρχήσει πάνω στις καταχθόνιες δυνάμεις που ο ίδιος κάλεσε (…).

Αρκεί ν’ αναφέρουμε τις εμπορικές κρίσεις που με την περιοδική τους επανάληψη όλο και πιο απειλητικά αμφισβητούν την υπόσταση ολόκληρης της αστικής κοινωνίας. Στις εμπορικές κρίσεις καταστρέφεται τακτικά ένα μεγάλο μέρος όχι μονάχα των έτοιμων προϊόντων, αλλά ακόμα και των παραγωγικών δυνάμεων που ήδη είχαν δημιουργηθεί.

Στις κρίσεις ξεσπά μια κοινωνική επιδημία που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία ξαφνικά βρίσκεται πάλι πίσω σε κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι ένας λιμός, ένας γενικός καταστροφικός πόλεμος της έκοψε όλα τα μέσα ύπαρξης. H βιομηχανία, το εμπόριο φαίνονται εκμηδενισμένα.

Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πάρα πολλά μέσα ύπαρξης, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει δεν χρησιμεύουν πια για την προώθηση του αστικού πολιτισμού και των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Αντίθετα, έγιναν πάρα πολύ μεγάλες γι’ αυτές τις σχέσεις, εμποδίζονται από αυτές. Και κάθε φορά που οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν το εμπόδιο αυτό, φέρνουν σε αναταραχή ολόκληρη την αστική κοινωνία, απειλούν την ύπαρξη της αστικής ιδιοκτησίας. Οι αστικές σχέσεις έγιναν πάρα πολύ στενές για να περιλάβουν τα πλούτη που δημιουργήθηκαν απ’ αυτές.

Πώς ξεπερνά η αστική τάξη τις κρίσεις; Από τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις. Από την άλλη, κατακτώντας καινούργιες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Πώς, λοιπόν; Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις».

Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα παραπάνω γράφτηκαν δυο αιώνες πριν από το ξέσπασμα της νέας, της συγκαιρινής μας κρίσης, που βυθίζει στο τέλμα την πατρίδα μας και εξελίσσεται σε παγκόσμια κλίμακα.

 γ) Το «Μανιφέστο» – και ίσως εδώ βρίσκεται το σημαντικότερο –  περιγράφει τον άλλο τρόπο συγκρότησης της κοινωνίας. Προσδιορίζει τις κύριες κοινωνικές δυνάμεις που μπορούν ως πλειοψηφικό και δημοκρατικό κίνημα να απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την βαρβαρότητα της καταπίεσης κι αυτοί δεν είναι παρά οι καταπιεσμένοι της εργασίας που μέσα από την πολιτική δράση έχουν τη δύναμη να συνενώσουν το έθνος της χώρας τους και όλα τα έθνη σε μια συνένωση έξω από τα στενά όρια της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας ώστε να τεθεί τέλος στον ιδιοτελή σφετερισμό του πλούτου που παράγει η ανθρώπινη εργασία.

«Αυτό που χαρακτηρίζει τον κομμουνισμό δεν είναι η κατάργηση της ιδιοκτησίας γενικά, αλλά η κατάργηση της αστικής ιδιοκτησίας (…).

 Ο κομμουνισμός δεν αφαιρεί από κανέναν τη δυνατότητα να ιδιοποιείται κοινωνικά προϊόντα. Αφαιρεί μόνο τη δυνατότητα να υποδουλώνει με την ιδιοποίηση αυτή ξένη εργασία (…).

Όλα τα προηγούμενα κινήματα ήταν κινήματα της μειοψηφίας ή προς όφελος μια μειοψηφίας. Το προλεταριακό κίνημα είναι το αυτοτελές κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας προς όφελος της τεράστιας πλειοψηφίας (…)

το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη (σ.σ.: στην αγγλική έκδοση του 1888 στο σημείο αυτό γράφει: «να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους»), να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμιά περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης (…)».

 Από τη στιγμή λοιπόν που «η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στη μορφή, είναι στην αρχή εθνική», δηλαδή πατριωτική,

αλλά ταυτόχρονα διεθνιστική καθώς «στο βαθμό που θα καταργείται η εκμετάλλευση του ενός ατόμου από το άλλο, θα καταργείται και η εκμετάλλευση του ενός έθνους από το άλλο»,

δεν είναι καθόλου δυσερμήνευτο γιατί οι συγγραφείς του «Μανιφέστου» επέλεξαν να κλείσουν το σύγγραμμά τους με τον γνωστό τρόπο: «ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ, ΕΝΩΘΕΙΤΕ!».

 email: [email protected] 

 

 

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ