«Η ζωή θα σε πει σύντροφο, τα έργα σου θα σε κάνουν σύντροφο, να αξίζουν τα έργα σου»

 

 

«Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους – είπε – εσύ Επανάσταση, μας άνοιξες τις φαρδιές λεωφόρους/ για μια πανανθρώπινη συνάντηση. (…)/  Αν τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε, – είπε – μάθαμε τουλάχιστον/ πως αύριο θα συναντηθούμε (…)»

Το 1972, ο Πάμπλο Νερούδα, όταν παρέλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δήλωσε: «Ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι’ αυτή την τιμή: τον Γιάννη Ρίτσο».  Ο Ρίτσος δεν τιμήθηκε ποτέ με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τιμήθηκε με φυλακίσεις, με εξορίες και εκτοπίσεις. Ο Ρίτσος, για τον οποίο ο Παλαμάς έγραψε εκείνο το περίφημο «παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις», που ο Αραγκόν έβλεπε στην ποίησή του «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας», που ο Λειβαδίτης μιλούσε για μια ποίηση ενός κόσμου που «γίνεσαι ικανός και να πεθάνεις ακόμα για έναν τέτοιο κόσμο», άφησε στους άλλους να απαντήσουν στο ερώτημα: Ήταν ποιητής γιατί ήταν κομμουνιστής ή ήταν κομμουνιστής γιατί ήταν ποιητής; Ο ίδιος ποτέ δεν τα ξεχώρισε. «Ο,τι είμαι κι ό,τι έχω σας το χρωστάω», είχε πει απευθυνόμενος στον Χαρίλαο Φλωράκη και στο ακροατήριο της εκδήλωσης για τα 75χρονα του ποιητή που διοργάνωσε προς τιμήν του το ΚΚΕ. Ο Ρίτσος πορεύτηκε κρατώντας «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου» κατά την προτροπή του Σολωμού. Ήξερε ότι «ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός». Ήξερε ότι «η ζωή θα σε πει σύντροφο, τα έργα σου θα σε κάνουν σύντροφο, να αξίζουν τα έργα σου», όπως έλεγε. Κι ο Ρίτσος ήταν απ’ αυτούς που ό,τι έλεγε το έπραττε κιόλας: «(…) να μην κάνεις κατάχρηση της εξουσίας που σου δόθηκε στ’ όνομα του μεγαλύτερου ιδανικού της ελευθερίας, να μην κάνεις κατάχρηση περιαυτολογίας στ’ όνομα του αντιατομισμού, να μην κάνεις αγώνα προσωπικής επικράτησης στ’ όνομα της σεμνής, ανώνυμης μάζας», ήταν τα λόγια του προς όσους (έκαναν ότι) δεν καταλαβαίνουν.

Στις 11 Νοέμβρη 1990, χτες συμπληρώθηκαν 23 χρόνια, ο Γιάννης Ρίτσος έκλεινε τη διαδρομή μιας ζωής που την πορεύτηκε όπως ακριβώς την είχε περιγράψει :

 

 «Δε θέλαμε να πεθάνουμε. Κανένας δεν ήθελε να πεθάνει./ Δεν ήταν εύκολο – μην πεις – δεν ήταν εύκολο.(…)/ Ο Αλέκος είπε:/ “Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,/ να ‘ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις, να ‘ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα, και συ να λείπεις,(…)/ δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,/ σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια/ δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το χώμα/ και τα κουμπιά του σακακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα κάτου απ’ το χώμα/ κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει, όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα ‘χει λιώσει”.(…)/ Την ίδια νύχτα πιάσαν τον Αλέκο./ Ο Αλέκος δε μαρτύρησε. Ο Αλέκος έμεινε κρεμασμένος τρία μερόνυχτα. Δε μαρτύρησε./ Ο Αλέκος πέθανε σα μέλος του Κόμματος./ Πέθανε σαν αληθινός σύντροφος. Την τελευταία στιγμή φώναξε: “Είναι χιλιάδες άστρα μέσα μας. Δεν μπορείτε να τα σκοτώσετε”./ Ετούτα τ’ άστρα τα ‘δωσε ο Αλέκος στη σημαία του Κόμματος (…)» («Οι γειτονιές του κόσμου»).  

 

Το 1948 ο Ρίτσος ήταν εξόριστος στη Λήμνο. Λίγο αργότερα θα άρχιζε και γι’ αυτόν το μαρτύριο της Μακρονήσου. Ο Ρίτσος δεν εννόησε ποτέ να συνθηκολογήσει με τους δεσμοφύλακές του. Εξόριστος και δεσμώτης, στις δικές τους προτροπές να «υπογράψει», εκείνος άπλωνε τα χέρια για να του περάσουν κι άλλες χειροπέδες. Στις συστάσεις να «συμμορφωθεί», εκείνος τους απαντούσε γράφοντας ποιήματα. Ίδια και καλύτερα με εκείνα που τον είχαν οδηγήσει στη φυλακή!

Τότε, το 1948, ο Ρίτσος έγραφε:

ΕΙΤΑΝ μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου./ Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια./ Τα βράδια που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας «πέρασε η ώρα»/ εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα/ σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους των φυλακών/ σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθάνατων (…)/ πίσω απ’ τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών/ κοντά στο θάνατο που δε λέει «αύριο»/ ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια/ εσύ λες «αύριο» και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος/ όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους./ ΑΥΤΑ τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί να ‘ναι κι από αίμα – όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα – μπορεί να ‘ναι κι απ’ το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο/ Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν/ κι ο θάνατος είναι πιο κοντά(…)/ Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,/ γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα/ το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα/ όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος – βρίσκουμε τη φλέβα/ που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε(…)/  Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο/ κι αυτόν τον ουρανό δεν μπορούν να μας τα πάρουν (…)» («Καπνισμένο τσουκάλι»)

Στα χέρια του Γιάννη Ρίτσου η Ιστορία γίνεται ποίηση. Η ποίησή του είναι μια συνομιλία με την Ιστορία από την πλευρά των ανθρώπων που γνωρίζουν το πώς γράφεται η Ιστορία. Όχι μέσα από «αφηγήσεις», αλλά επειδή είναι οι ίδιοι παρόντες όταν αυτή γράφεται. Ταγμένοι στο όραμα ενός άλλου κόσμου, στην πρώτη γραμμή ενός αγώνα όπου «μια σιωπηλή μεταβολή γίνεται μέσα μας που αλλάζει το θάνατο σε ζωή, την ερημιά σε συντροφιά, την ταπείνωση σε περηφάνια»:

 «Α. Β. Γ./ Τρία μεγάλα γράμματα/ γραμμένα μ’ ασβέστη στη ραχοκοκαλιά της Μακρόνησος.(…)/ Α’ Τάγμα. Β’ Τάγμα. Γ’ Τάγμα.(…)/ Α.Β.Γ./ 300 σκοτωμένοι (…)/ Α.Β.Γ/ 600 τρελοί (…)/ Α.Β.Γ./ 900 κουτσοί./ Ζήτω ο βασιλεύς Παύλος.(…)/ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ(…)/ Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α’ Τάγματος, τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά ξεκολλημένα μαζί με το δέρμα απ’ το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση(…)/ Τα συρματοπλέγματα./ Α.Β.Γ./ Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο με σφιγμένα δόντια,/ κόκκινο, κατακόκκινο τοπίο με σφιγμένη γροθιά, μαύρη και κόκκινη καρδιά πηγμένη στο αίμα της/ κι ένας κόκκινος ήλιος πηγμένος μες στο αίμα του». («Πέτρινος Χρόνος»)

 

«Είναι λάθος – έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος – να χωρίζουμε την ποίηση σε κατηγορίες. Η ποίηση είναι απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Σε μια ομιλία του ο Ελυάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία. Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν’ αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ’ αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο τον φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει ο θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ’ αυτή τη μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο “αταξικό γαλάζιο”». (συνέντευξη στο περιοδικό «Η λέξη», τεύχος 182)

 

Γι΄ αυτό το «αταξικό γαλάζιο», το απαλλαγμένο από «καταχρήσεις εξουσίας», το αποκαθαρμένο από τη ρυπαρότητα του δήθεν «αντιατομισμού» και της ακατάσχετης περιαυτολογίας, το απελευθερωμένο από τον φαρισαϊσμό της ιδιοτέλειας που καμώνεται τη σεμνότητα, γι’ αυτό το «αταξικό γαλάζιο» που αχνοφέγγει στον μακρινό ορίζοντα κάθε φορά  που «κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα», έζησε και έγραψε ο Ρίτσος:

 (…) Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,/ θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας/ ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι άνθρωποι, αθώοι/ να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να/ χτυπούν το κεφάλι/ στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει/ ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μέσ’ από μια χαραμάδα/ λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ’ το χρόνο και τη σκιά τους. Ωστόσο – ποιος ξέρει -ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να/ αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του άνθρωπου (…).» («Η Ελένη»)

 

O Ρίτσος διαβάζει την «Ρωμιοσύνη» στο Πολυτεχνείο (1974):

 

email: [email protected]

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ