Διευκρινίσεις του ΕΦΚΑ για τη χορήγηση των συντάξεων χηρείας

Νέες διευκρινίσεις δίνει ο ΕΦΚΑ μέσω γενικού εγγράφου σχετικά με την χορήγηση των συντάξεων χηρείας.

Μεταξύ άλλων ο Φορέας επισημαίνει ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 4611/1019 καταργούνται τα ηλικιακά κριτήρια που καθόριζαν τη διάρκεια του δικαιώματος συνταξιοδότησης των δικαιούχων επιζώντων συζύγων/ετέρων μερών του συμφώνου συμβίωσης και διαζευγμένων (εδάφια α-γ της υποπαραγράφου Α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 4387/2016).

Η σύνταξη λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου (ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας) καταβάλλεται πλέον σε αυτούς τους δικαιούχους ανεξάρτητα από την ηλικία τους, μέχρι το τέλος του μήνα κατά την οποία πληρούνται οι προϋποθέσεις λήξης του δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου των προσώπων αυτών, ήτοι:

i. με το θάνατο του δικαιούχου,

ii. με τη σύναψη γάμου του ή συμφώνου συμβίωσης (βλ. και εγκύκλιο 10/2017).

2. παρ. 2:

Σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, η σύνταξη λόγω θανάτου χορηγείται σε τέκνα θανόντος ασφαλισμένου (ο οποίος έχει πραγματοποιήσει το χρόνο ασφάλισης που απαιτείται για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας) ή συνταξιούχου (νόμιμα, τα νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα, υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά), υπό τους όρους να είναι άγαμα και να μην έχουν συμπληρώσει το 24ο έτος της ηλικίας τους.

Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο με αρ. πρωτ. Φ.80000/οικ.27156/854/19.6.2019 (ΑΔΑ: ΨΟ6Δ465Θ1Ω-8ΝΜ) έγγραφο του ΥΠΕΚΑΑ, προς τα άγαμα τέκνα κρίνεται ότι εξομοιώνονται και τα διαζευγμένα, και επομένως αποτελούν δικαιοδόχα πρόσωπα, με την προϋπόθεση ότι δεν έχουν τελέσει άλλο γάμο.

Καταργείται η προϋπόθεση φοίτησης των τέκνων ασφαλισμένου ή συνταξιούχου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους (περίπτωση α της υποπαραγράφου Β της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016).

Στην περίπτωση αυτή η λήξη του δικαιώματος επέρχεται στο τέλος του μήνα:

i. θανάτου του δικαιούχου

ii. κατά τον οποίο ο δικαιούχος συνάπτει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης

Η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται στα τέκνα και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας μόνο στην περίπτωση που κατά το χρόνο του θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους (περ. β της υποπαραγράφου Β της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016).

Στην περίπτωση αυτή η λήξη του δικαιώματος επέρχεται για τους ίδιους ως άνω λόγους καθώς και στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο, σύμφωνα με την εκτίμηση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, δεν υφίσταται πλέον ανικανότητα για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας.

3. παρ. 3:

Η διάταξη αυτή καθορίζει πλέον τα τρία έτη ελάχιστης διάρκειας γάμου/συμφώνου συμβίωσης από τη σύναψή τους μέχρι την ημερομηνία θανάτου, ως προϋπόθεση για την αναγνώριση δικαιώματος συνταξιοδότησης σε επιζώντα σύζυγο ή στο έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης. Η απαίτηση για τη συμπλήρωση 5 ετών καταργείται.

Η εν λόγω προϋπόθεση εξακολουθεί να μην ελέγχεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i. Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας (κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους ασφαλισμένους στους τ. φορείς κοινωνικής ασφάλισης που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α., πρόκειται για τις περιπτώσεις ατυχήματος που χαρακτηρίζεται εργατικό) ή σε ανθρωποκτονία.

ii. Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο. Σύμφωνα με το όλο πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 1463 του Α.Κ. και επ., πλήρης εξομοίωση του γεννημένου χωρίς γάμο τέκνου με τέκνο γεννημένο σε γάμο επιτυγχάνεται όταν παράλληλα με την αναγνώριση (εκούσια ή δικαστική) συναφθεί και γάμος των γονέων.

iii. Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο. iv. Συντρέχει η περίπτωση ανασύστασης προϋπάρξαντος γάμου. Ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως γάμος, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, πρέπει να έχουν διαρκέσει συνολικά τουλάχιστον πέντε έτη, ο δε εξ ανασυστάσεως πρέπει να είχε διάρκεια τουλάχιστον έξι μηνών. Εξυπακούεται ότι, και σε αυτή την περίπτωση, η συνολική διάρκεια του αρχικού και εξ ανασυστάσεως γάμου θα πρέπει να είναι τρία έτη.

4. παρ. 4:

Για τον επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης το ποσοστό της σύνταξης που δικαιούται καθορίζεται πλέον στο 70% επί του ποσού της σύνταξης το οποίο δικαιούτο ή είχε χορηγηθεί σε σύζυγο που απεβίωσε.

Τα ποσοστά μεταξύ διαζευγμένων και επιζώντων συζύγων επιμερίζονται αναλόγως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περ. β της υποπαρ. Α της παρ. 4 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016.

Οι περιορισμοί του ποσού της σύνταξης στην περίπτωση που ο γάμος/σύμφωνο συμβίωσης συνήφθησαν μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος εξακολουθούν να ισχύουν για τον επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης (περ. α της υποπαρ. Α της παρ. 4 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016). Επίσης, διατηρείται η ισχύς της διάταξης της περ. γ της υποπαρ. Α της παρ. 4 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016, δηλαδή το ποσοστό κάθε παιδιού στο 25% της σύνταξης, καθώς και ο διπλασιασμός του για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, εκτός αν το ορφανό παιδί δικαιούται σύνταξη και από τους δύο γονείς.

Από το συνδυασμό της διάταξης που καθορίζει το ποσοστό του επιζώντος συζύγου/ετέρου μέρους του συμφώνου συμβίωσης στο 70% και των διατάξεων της υποπαραγράφου Β της παρ. 4 (το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος και το ποσοστό των τέκνων περιορίζεται ισόποσα σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος), συνάγεται ότι τα ποσοστά των τέκνων δεν μπορεί να υπερβαίνουν το 30% της σύνταξης που δικαιούτο ή που είχε χορηγηθεί σε σύζυγο που απεβίωσε.

5. παρ. 5 περ. β:

α) Όπως είναι γνωστό, ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένος δικαιούται από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα και για μία τριετία ολόκληρη τη σύνταξη που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με τις κατά περίπτωση οικείες διατάξεις (περ. α της παρ. 5 του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016).

Μετά τη συμπλήρωση αυτού του χρονικού διαστήματος, αν οι ανωτέρω δικαιούχοι εργάζονται ή αυτοαπασχολούνται ή λαμβάνουν σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, χορηγείται το πενήντα τοις εκατό (50%) της σύνταξής τους λόγω θανάτου. Η παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν. 4611/2019 καθορίζει:

i. Κριτήριο για την εφαρμογή της κατά τα ανωτέρω μείωσης τη χρονική διάρκεια της εργασίας ή αυτοαπασχόλησης. Σε κάθε περίπτωση, ως ημέρες απασχόλησης εκλαμβάνονται αυτές που αντιστοιχούν στην ασφάλιση της οικείας εργασίας ή δραστηριότητας. Έτσι, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου που δικαιούται ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένος θα πρέπει να μειώνεται κατά 50% μόνο για τις συγκεκριμένες ημέρες που εργάζεται/αυτοαπασχολείται. Υπολογίζοντας δε τις ημέρες ασφάλισης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις οικείες καταστατικές, γενικές ή ειδικές διατάξεις, μέχρι 25 ημέρες κάθε μήνα, προκειμένου να εξευρεθεί το ποσό της σύνταξης που αναλογεί σε κάθε ημέρα ανάληψης ασφαλιστέας εργασίας ή δραστηριότητας, αυτό θα επιμερίζεται στις 25 ημέρες.

Το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε ημέρα εργασίας των εν λόγω συνταξιούχων λόγω θανάτου θα μειώνεται κατά 50%. Στην περίπτωση άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος (υπαγωγή στην ασφάλιση βάσει των σχετικών διατάξεων του πρώην ΟΑΕΕ) ή αυτοαπασχόλησης (υπαγωγή στην ασφάλιση βάσει των σχετικών διατάξεων του πρώην ΕΤΑΑ), όπου η ασφάλιση γίνεται με βάση τον μήνα, η σύνταξη λόγω θανάτου που δικαιούται ο επιζών σύζυγος/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένος θα μειώνεται κατά 50% για το σύνολο του μήνα που ασκείται επαγγελματική δραστηριότητα. Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω μείωση εφαρμόζεται και στην περίπτωση συνταξιοδότησης από το εξωτερικό. Ωστόσο, όταν πρόκειται για χώρα της Ε.Ε. ή κράτος με το οποίο έχει συναφθεί Διμερής Σύμβαση Κοινωνικής Ασφάλειας, η εν λόγω μείωση εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που από το άλλο κράτος χορηγείται σύνταξη από άλλη αιτία (λόγω γήρατος ή αναπηρίας). Επίσης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο κοινοποιούμενο έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, για θανάτους ασφαλισμένων/συνταξιούχων από 13.05.2016 και εφεξής δεν θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 58 παρ. 1 και 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει, ούτε η διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν.2592/98.

Επομένως και οι απασχολούμενοι σε θέση του δημοσίου συνταξιούχοι λόγω θανάτου από υπηρεσία σε θέση του δημοσίου ή του ευρύτερου δημοσίου τομέα, εμπίπτουν μετά την πρώτη τριετία στους περιορισμούς που ισχύουν για τους λοιπούς συνταξιούχους και ο χρόνος για τον οποίο λαμβάνουν αποδοχές και μέρος της σύνταξης θεωρείται συντάξιμος χρόνος. Συνεπώς, ο χρόνος για τον οποίο λαμβάνουν αποδοχές θεωρείται συντάξιμος ακόμη και αν λαμβάνουν ταυτόχρονα τη σύνταξη λόγω θανάτου.

ii. Κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου, μετά την εφαρμογή της μείωσης του ποσού λόγω εργασίας ή αυτοαπασχόλησης. Έτσι, μετά την εφαρμογή της ανωτέρω μείωσης, το ποσό που θα χορηγείται σε επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένο δεν θα υπολείπεται των κατώτατων ορίων των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της υποπαραγράφου Β΄ της παραγράφου 4.

β) Το ποσό της σύνταξης που χορηγείται σε τέκνα δεν επηρεάζεται από εργασία/αυτοαπασχόληση ή συνταξιοδότησή τους από άλλη πηγή. Υπενθυμίζονται όμως και οι οδηγίες του Γενικού Εγγράφου με αρ. πρωτ. Σ50/40/1154367/2.10.2018, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 5 του άρθ. 5 του ν. 3232/2004, όπως τροποποιήθηκαν με την παρ. 3 του άρθρ. 26 του ν. 4075/2012. Σύμφωνα με αυτές, το δικαίωμα των αμφοτεροπλεύρως ορφανών τέκνων που πάσχουν από νοητική υστέρηση ή αυτισμό ή από πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές, που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, να λαμβάνουν το ποσό της σύνταξης που πράγματι ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος γονέας ή το ποσό που δικαιούτο να λάβει ο θανών ασφαλισμένος γονέας υφίσταται υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δεν εργάζονται ή δεν ασκούν κάποιο επάγγελμα ή δεν λαμβάνουν σύνταξη από δική τους εργασία.

γ) Επειδή η εργασία ή αυτοαπασχόληση ενδέχεται να είναι περιστασιακή και δεν υπάρχει ασφαλές τεκμήριο διάρκειας ή διακοπής της εργασίας με βάση τη μηνιαία εικόνα της ασφάλισης στο μηχανογραφικό σύστημα (π.χ., προθεσμία υποβολής ΑΠΔ εντός τριμήνου, παροχή υπηρεσιών σε εργοδότη που δεν καταβάλλει εισφορές εμπρόθεσμα κλπ), και επειδή δεν είναι εφικτό κάθε μήνα να πραγματοποιούνται έλεγχοι και αυξομειώσεις του ποσού της σύνταξης σε πραγματικό χρόνο, μετά τη συμπλήρωση τριετίας από το θάνατο, η υπηρεσία θα καταβάλλει στον επιζώντα σύζυγο/έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης/διαζευγμένο το ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ως εξής:

i. Πλήρες, εφόσον αυτός δηλώνει υπεύθυνα ότι δεν εργάζεται/αυτοαπασχολείται/συνταξιοδοτείται από καμία πηγή καθώς και ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενημερώσει την υπηρεσία συντάξεων αμέσως μόλις παύσει η ισχύς της προηγούμενης δήλωσης για οποιοδήποτε λόγο.

ii. Μειωμένο, κατά 50% εφόσον δηλώνει υπεύθυνα ότι εργάζεται/αυτοαπασχολείται/συνταξιοδοτείται και ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως την υπηρεσία συντάξεων τόσο για τη λήξη της δραστηριότητας όσο και την ακριβή χρονική της διάρκεια. Ειδικά στις περιπτώσεις περιστασιακής ή μειωμένης απασχόλησης στις οποίες ο περιορισμός της σύνταξης θα γίνεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 5.α.i του παρόντος εγγράφου (σελ. 4-5), θα πραγματοποιείται έλεγχος κατά το μήνα Απρίλιο κάθε έτους (προκειμένου να έχει υποβληθεί και η ΑΠΔ μηνός Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους) για την επιστροφή τυχόν διαφορών ποσών συντάξεων, για το προηγούμενο έτος, ύστερα από τη διασταύρωση των στοιχείων της δήλωσης με τα στοιχεία του μηχανογραφικού συστήματος. Περαιτέρω οδηγίες ως προς το ζήτημα αυτό θα σας δοθούν με νεότερο έγγραφο από την αρμόδια διεύθυνση.

6. παρ. 6:

Με την παρ. 6 του άρθρου 19 προστέθηκαν εδάφια στην παράγραφο 7 του άρθρου 12 του ν. 4387/2016 ως εξής: «Ειδικότερα, αν το ποσό της σύνταξης, όπως προκύπτει από τον υπολογισμό του σύμφωνα με το άρθρο 14, είναι μεγαλύτερο του καταβαλλόμενου κατά την 12.5.2016 ποσού σύνταξης, τα ποσοστά της υποπαραγράφου Α΄ της παραγράφου 4 υπολογίζονται επί του μεγαλύτερου ως άνω ποσού. Αν το ποσό της σύνταξης, όπως προκύπτει από τον υπολογισμό του σύμφωνα με το άρθρο 14, είναι μικρότερο του καταβαλλόμενου κατά την 12.5.2016 ποσού, τα ποσοστά της υποπαραγράφου Α΄ της παραγράφου 4 υπολογίζονται επί του καταβαλλόμενου ως άνω ποσού.». Για την εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου της εν λόγω ρύθμισης διευκρινίζεται ότι ως ποσό εθνικής σύνταξης του δικαιούχου μέλους της οικογενείας αποτυπώνεται το ποσό που προκύπτει από τον επιμερισμό της εθνικής σύνταξης του θανόντος με τα ποσοστά των δικαιούχων και το υπόλοιπο ποσό αποτυπώνεται ως ανταποδοτική σύνταξη του Ν. 4611/2019.

Παράδειγμα: 1.

Έστω ότι το προ φόρου ποσό που καταβαλλόταν στον θανόντα στις 12.5.2016 ήταν 1.000,00 € (Α΄ ποσό). Υπολογισμός σύνταξης θανόντα με βάση το άρθρο 12 του Ν. 4387/2016: Εθνική σύνταξη: 384,00€ Ανταποδοτική σύνταξη: 500,00€ Σύνολο: 884,00€ (Β΄ ποσό)

2. Σύγκριση ποσών Α΄ και Β΄ : Α΄ ποσό > Β΄ ποσό

3. Μεταβίβαση σύνταξης σε επιζώντα σύζυγο : Σελίδα 8 από 8 Υπολογισμός του ποσοστού του επιζώντος συζύγου επί του ποσού Α΄ 1.000€ Χ 70%=700,00€ (Γ΄ ποσό) 4. Ανάλυση Γ΄ ποσού:

Εθνική σύνταξη: 384,00€ Χ 70%= 268,80€

Ανταποδοτική σύνταξη του Ν. 4611/2019: 431,20€ Συνολική σύνταξη: 700,00€

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ