Ελάφρυνση του χρέους θα ζητήσει ο Στουρνάρας στο Eurogroup

Ελάφρυνση του χρέους θα ζητήσει ο Στουρνάρας στο Eurogroup

Έχοντας «ανά χείρας» τα επικυρωμένα τα στοιχεία για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2013 από τη Eurostat, την επάνοδο στις αγορές με την έκδοση του πενταετούς ομολόγου, καθώς και τη διαπίστωση στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι το Πρόγραμμα υλοποιείται, ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας, θα θέσει και επισήμως στη σημερινή συνεδρίαση του Eurogroup, το αίτημα να αρχίσει η συζήτηση για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, στη βάση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από τους εταίρους, τον Νοέμβριο 2012.

Το όλο ζήτημα έχει, πάντως, δύο σημαντικές παραμέτρους:

Πρώτη παράμετρος είναι ότι υπάρχει ακόμη διαφωνία μεταξύ των κρατών- μελών της ευρωζώνης και του ΔΝΤ για τον τρόπο επίλυσης του προβλήματος. Το ΔΝΤ ουσιαστικά εμμένει ότι χωρίς «κούρεμα» δεν διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του χρέους, όταν, από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι η Γερμανία δεν έχει υποχωρήσει ούτε κατ’ελάχιστον από το «βέτο» στο σενάριο «κουρέματος» των επίσημων δανείων.

Η δεύτερη παράμετρος, αφορά στον χρόνο ολοκλήρωσης της όλης διαδικασίας. Πρόσφατα, κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών είχε αναφέρει ότι το ζήτημα θα τεθεί μεν στο Eurogroup, «αλλά η διαδικασία θα είναι μακρά» για τη λήψη των οριστικών αποφάσεων.

Καθώς, δε, ο ίδιος επισήμανε ότι στα νέα δεδομένα θα συμπεριληφθούν τα στοιχεία για τις τράπεζες (οι αποφάσεις για τις οποίες προσδιορίζονται χρονικά προς το τέλος του έτους, όταν και θα έχουν ολοκληρωθεί τα ευρωπαϊκά stress tests στα πιστωτικά ιδρύματα), όλα καταδεικνύουν ότι η διαδικασία για τη νέα ρύθμιση του χρέους θα αρχίσει μεν σήμερα, ωστόσο αναμένεται ότι θα διαρκέσει έως τον Δεκέμβριο. Μέρος της «εξίσωσης», είναι και το γεγονός της ανανέωσης το φθινόπωρο, των προσώπων στις κορυφαίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Υπό τα δεδομένα αυτά, η στρατηγική της κυβέρνησης αναμένεται να κινηθεί σε δύο άξονες:

– Πρώτον, να ζητήσει την επιμήκυνση στα 50 έτη, του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, συνολικού ύψους 192,8 δισ. ευρώ.

Ειδικότερα, τα διμερή δάνεια του πρώτου Μνημονίου (GLF) ανέρχονται σε 52,9 δισ. ευρώ και προγραμματίζεται να αποπληρωθούν από το 2020 έως το 2041 (μέση διάρκεια τα 17 έτη). Τα δάνεια του δεύτερου Μνημονίου από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (EFSF/ESM), ανέρχονται σε 139,9 δισ. ευρώ και έχουν μέση διάρκεια τα 30 έτη. Η επιμήκυνση της αποπληρωμής του συνολικού «πακέτου» των 192,8 δισ. ευρώ στα 50 έτη, εκτιμάται ότι θα αποφέρει μείωση των αναγκών εξυπηρέτησης του χρέους κατά 6 – 7 δισ. ευρώ, στα επόμενα 20- 30 έτη.

– Δεύτερον, να ζητήσει τη μετατροπή σε σταθερό, του σημερινού χαμηλού κυμαινόμενου επιτοκίου των διμερών δανείων του πρώτου Μνημονίου από τα κράτη- μέλη της ευρωζώνης.

Με δεδομένο, ότι αυτό το κυμαινόμενο επιτόκιο, που είναι περίπου 0,82% (Euribor 3μηνου + 0,50%), αναμένεται ότι θα αυξηθεί ακόμη και κατά 2 μονάδες μέσα στην επόμενη πενταετία, αυξάνοντας σημαντικά το κόστος αποπληρωμής των 52,9 δισ. ευρώ του πρώτου προγράμματος στήριξης.

Σύμφωνα με την εναλλακτική πρόταση, το επιτόκιο θα μετατραπεί σε σταθερό για 15 έτη και θα επανεξεταστεί το ζήτημα μετά το πέρας της 15ετίας. Επίσης, ζητείται περίοδος χάριτος για 10 ή 20 έτη στην καταβολή τόκων για τα δάνεια από την ευρωζώνη, όπως έχει γίνει και με τους τόκους των δανείων από τον Μηχανισμό.

Παράλληλα, ο υπουργός Οικονομικών αναμένεται να παρουσιάσει στο Eurogroup το σχέδιο για το νέο μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, που φέρει τον τίτλο «Ελλάδα 2021».

Το συγκεκριμένο σχέδιο βασίζεται σε εννέα τομείς αιχμής: τουρισμός, πρωτογενής παραγωγή- μεταποίηση αγροτικών προϊόντων, έρευνα- τεχνολογία, ενέργεια, διαμετακομιστικό εμπόριο- μεταφορές, βιομηχανία μετάλλων- δομικών υλικών, βιομηχανία φαρμάκων, εμπορεύσιμες υπηρεσίες και ναυτιλία.

Η κυβέρνηση δηλώνει ότι με την υλοποίηση του σχεδίου, σημαντικοί πόροι θα κατευθύνονται στις επενδύσεις αντί για την κατανάλωση, η απασχόληση θα αυξηθεί ουσιωδώς, μεγάλο μέρος του παραγόμενου προϊόντος θα εξάγεται και θα υπάρχει σύγκλιση με τους εταίρους στην ευρωζώνη, η οποία θα βασίζεται σε υγιείς οικονομικές βάσεις.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

 

Μοιράσου το:

σχολίασε κι εσύ